Δευτέρα 20 Οκτωβρίου 2014

Ανάμεσα σε τέρατα, θεούς και ανθρώπους.


Γράφει ο Kostas leonardos
coming soon 

                            coming soon ~ coming soon 

   cooming soon ~ coming soon ~ coming soon 

Συγγραφική επιμέλεια : Kostas leonardos
Tεχνική επιμέλεια βίντεο ήχου και εικόνας : Κostas leonardos

ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση, η αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική, ή κατά παράφραση, ή διασκευή απόδοση του περιεχομένου της παρούσας ηλεκτρονικής σελίδας με οποιονδήποτε τρόπο, μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης ή άλλο, χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια του δημιουργού.

(Νόμος 2121/1993 και κανόνες Διεθνούς Δικαίου πού ισχύουν στην Ελλάδα)

Σάββατο 5 Ιουλίου 2014

Το ξύλινο καράβι και ο πειρατής που κρύβεις μέσα σου


Γράφει ο: Κostas leonardos

Κάποτε στον πιο μακρινό απροσδιόριστο χρόνο, εκεί που μπορούν και ζουν ιππότες, μάγισσες, ξωτικά, άλλοτε όμορφα νεραϊδένια στοιχεία, κυκλικές υπερδίνες, ρουφήχτρες, εσωτερικές και υπόγειες διαβάσεις θαλάσσιων ρευμάτων που ποτέ δεν θα ξέρεις που βγάζουν, αλλά θα μπορούν να σε οδηγούν μέσα στην μέση του πουθενά ενός γκρίζου παγωμένου ωκεανού, κάπου εκεί βρισκόμουν και εγώ πάνω σε ένα ξύλινο καράβι μέσα στο σκοτάδι της νύχτας.  Δεν ξέρω πώς βρέθηκα εκεί, αλλά ακόμα μια φορά μάλλον ήμουν χαμένος και επιλεγμένος στο δρόμο που χάραζε η μοίρα για μένα με μένα. Τα μάτια μου  ορθάνοιχτα, παντού γύρω μου διαφαίνονται να φωσφορίζουν πανδαισίες χρωμάτων με ζωντανούς οργανισμούς.  Εκατομμύρια γαρίδες πάνω στον αφρό της θάλασσας λαμπυρίζουν καβαλώντας τα κύματα και ταξιδεύοντάς τες σε άγνωστους προορισμούς.  Πιο δίπλα ξεπηδούν τεράστιοι θαλάσσιοι ιππόκαμποι που και αυτοί μου χαμογελούν με το δικό τους αλογίσιο βλέμμα.  Φάλαινες προσπερνούν ξεφυσώντας και αυτές μεγάλους πίδακες νερού στην κρύα ατμόσφαιρα. Όλα μοιάζουν μαγικά γύρω και σε απόλυτη αρμονία της φύσης με τους οφθαλμούς μου. Ρίχνω μια ματιά επάνω μου.  Φοράω κάτι αλλόκοτα ρούχα.  Θα μπορούσα και να μου θύμιζα παλιάτσο του 18 αιώνα.
Απορροφημένος στις σκέψεις μου από την όλη ατμόσφαιρα, δεν άκουσα τα βήματα ξωπίσω μου. Ένα χέρι με ακουμπάει στον ώμο και ασυναίσθητα γυρίζω το βλέμμα μου.
"Καλώς ήρθες" μου είπε μια βραχνή φωνή.
Δεν μίλησα καν, δεν είχα άλλωστε κάτι να πω σε όλο αυτό το άγνωστο τοπίο. Ο άγνωστος κοντοστέκεται μπροστά μου με ψηλό ανάστημα και αινιγματική φιγούρα.
"Είσαι σκοπιά σήμερα. Να προσέχεις.  Η νύχτα πάντα είναι πιο άγρια". 
Σηκώνει τα χέρια του και τα περνάει μέσα από ένα χοντρό μάλλινο παλτό, που φορούσε.  Ένα κίτρινο ζωνάρι με 5-6 κουμπούρια και ένα μακρύ σπαθί γυάλισαν στο φως της νύχτας.
"Πάρε αυτά τα δύο, ίσως σου χρειαστούν. Θα μου τα δώσεις πάλι το πρωί".  
Γύρισε το κεφάλι του και έριξε δυο τρεις κλεφτές ματιές προς την θάλασσα, ύστερα έστριψε και έφυγε με βήμα αργό.  Χάθηκε μέσα στο σκοτάδι του καραβιού όπως και είχε εμφανισθεί. Παραδίπλα μου υπάρχει ένα μικρό κερί, σαν σε μικρό λυχνάρι, που τρεμοπαίζει στα παιχνίδια του ανέμου. Το παίρνω ανά χείρας και άρχισα να περιφέρομαι χωρίς να ξέρω καν τι θα έπρεπε να φυλάξω. Το κρύο μπάζει τσουχτερό αυτήν την ώρα και εγώ στην προκυμαία φαίνεται να μην προσπαθώ να καλυφθώ.  Ίσως να φταίει η παγερή νύχτα σκέφτηκα, το συννεφιασμένο φεγγάρι από πάνω. που μου δείχνει και αυτό απρόσμενα τον δρόμο μιας άγνωστης πορείας, ακόμα και το λυχνάρι που κρατώ με κάνει να παγώνω στην ζεστή του φλόγα. Ακούω τα νερά που αφρίζουν στο κτύπημα της πρύμνης.  Μικρές κραυγές από τα  νυχτερινά γλαροπούλια που ξυπνούν τις άγνωστες ανησυχίες στα βαριά πλέον βλέφαρα μου, ακολουθώντας και εκείνα το ένστικτό τους και ας είναι μαύρο το σκοτάδι γύρω μας. 

Στο βάθος του πελάγους μικρά κόκκινα και λευκά φώτα σαν να είναι μικρές πυγολαμπίδες. Κάπου εκεί ήταν που κόλλησε για ώρες το βλέμμα μου, απλανές, σαν ένα μεθυστικό παραλήρημα, χωρίς να μπορώ να κάνω περισσότερα και αφήνοντας τις αισθήσεις μου να λειτουργούν για εμένα.  Οι ώρες περνούσαν και οι πρώτες πρωινές ηλιαχτίδες με βρήκαν σχεδόν καθηλωμένο στο ίδιο ακριβώς σημείο.  Δεν ξέρω αν τελικά με είχε πάρει και ο ύπνος με ανοιχτά τα μάτια, αλλά τα βλέφαρά μου ήταν ορθάνοιχτα όταν επανέκτησα την αίσθηση του χρόνου.  Πλέον τα κόκκινα φώτα είχαν αντικατασταθεί με μικρές ξύλινες κουκκίδες, διαγράφοντας ότι πίσω από το βραδινό φως στο ίδιο σημείο ήταν σπίτια. Σπίτια, τι σπίτια να είναι αυτά άραγε;  Φαινόταν πυκνοκατοικημένη περιοχή.  Σχεδόν σε κοντινή απόσταση μπορούσες να δεις ότι υπήρχε μια πολιτεία και πιο πάνω από τους πρόποδες δέσποζε ένα επιβλητικό πέτρινο κάστρο σαν σε μικρογραφία λόγω της απόστασης που μας χώριζε από την ξηρά. Το ξύλο και η πέτρα έφερνε σε γοτθικό αρχιτεκτονικό στυλ, το λιμάνι παραδίπλα έδειχνε άδειο από καράβια, αλλά στους μακριούς πασσάλους του έκαιγαν κάποιοι πυρσοί, ακροβολισμένοι σε όλα τα σημεία του, πιθανόν για να προσανατολίζονται όσα καράβια προσέλθουν. Ποιοι να είναι όλοι αυτοί που μένουν εκεί; Οι σκέψεις διαδέχονται η μία την άλλη ωσότου  άνοιξε με δύναμη μια πλαϊνή πόρτα του καραβιού κάνοντας βαρύ θόρυβο.  Ναύτες παλιάτσοι ξεπρόβαλαν από την μπουκαπόρτα.  Βγήκαν 3-4 με τον έναν να τεντώνει τα χέρια του ψηλά και να χασμουριέται σαν το λιοντάρι τηs ερήμου. Η ματιά του έπεσε επάνω μου με βλέμμα διαπεραστικό, ακολουθώντας την πορεία στην οποία βρισκόμουν.  
"Ποιός είσαι πάλι εσύ;" ρώτησε, απευθύνοντας μου τον λόγο. Αυτό σκεφτόμουν και εγώ, 
χωρίς να βγάζω μιλιά.
"Δεν μιλάς, ε;  Κανένας νότιος θα είσαι από το τελευταίος μας ταξίδι.  Πιάσε εκείνους τους κουβάδες και έλα μαζί μου" είπε προχωρώντας προs την κουπαστή και εγώ ξωπίσω του.  
Παντού μια χαρούμενη ακαταστασία σε όλο το μήκος του καταστρώματος. Οβίδες, μπάλες. πεταμένα σχοινιά, γυάλινα μπουκάλια, όστρακα, φύκια, και πολλά λογής αντικείμενα, άχρηστα στον χώρο συγκέντρωσήs τουs. Η σκέψη μου πήγε στην χθεσινή νύχτα και το πώς δεν σκοτώθηκα πάνω σε όλα αυτά τα εμπόδια που τριγυρνούσαν ανάμεσα στα πόδια μου. Ξάφνου σταμάτησε να βαδίζει κι γύρισε και πάλι προs το μέρος μου. 
"Πρέπει να καθαρίσεις και να βερνικώσεις όλο το κομμάτι αυτού του ξύλου" είπε, δείχνοντας μου το σημείο που είχε την μεγαλύτερη φθορά από την πολυκαιρία, πετώντας μου ταυτόχρονα στα πόδια μερικά πανιά κουρέλια, ένα εργαλείο κάτι σαν ματσακόνι, και δύο κουβάδες μπογιά με βερνίκι. 
"Εγώ είμαι ο Willy δεξί χέρι του καπετάνιου, σε μένα θα δίνεις λόγο για ό,τι κάνεις εδώ πάνω" και καθώς απομακρυνόταν γύρισε και πάλι προς το μέρος μου.
"Μικρέ, δεν ξέρω πώς λέγεσαι, αλλά εγώ θα σε φωνάζω Baronthegn, αυτό θα είναι το παρατσούκλι σου και πρόσεχε μην το χαλάσεις το ξύλο που σου είπα να φτιάξεις, γιατί το κατάρτι θα σε περιμένει εκεί πάνω χειροπόδαρα".   

Απομακρύνθηκε αρκετά καθώς εγώ σκεφτόμουν το νέο μου όνομα.  Βaronthegn αναλογίστηκα, βαρώνος ιππότης. Αυτή ήταν και η ορολογία του ονόματος. Γιατί άραγε να μου έδωσε αυτό, ίσως κάτι να τον τράβηξε και με  βάπτισε έτσι, ίσως και απλή σύμπτωση. Εδώ δεν ήξερα το πρωταρχικό μου όνομα, αλλά ποιός νοιάζεται  για το πριν, όταν δεν ξέρεις το τώρα. Σε μερικά λεπτά το είχα ξεχάσει ήδη και  είχα ξεκινήσει την εργασία μου.  Σιγά σιγά άρχισα να με απορροφά, πέρασε κάμποση ώρα και ένιωσα πωs η βραδινή κούραση άρχισε να δείχνει τα σημάδια τηs πάνω μου. Έναs δυνατόs θόρυβος σαν βουητό με εναλλασσόμενη  ένταση άρχισε να αντηχεί.  Σηκώνω για λίγο το βλέμμα μου προς την κατεύθυνση του ήχου. Προs το τέλος του καραβιού έναs ναύτης φυσούσε κάτι σαν αρχαίο κέρας.  Ο ήχος ήταν κάτι παραπάνω από διαπεραστικός και σίγουρα ανατριχιαστικός.  Θα μπορούσε να ήταν και ιαχή πολέμου.  Τον άκουγα που το φυσούσε ρυθμικά 5 με 7 φορές περίπου και εντελώς ξαφνικά άρχισε να υπάρχει κινητικότητα. Από παντού άνοιγαν πόρτες και αμπάρια και από μέσα τους έβγαιναν άνδρες πειρατές.  Φαίνεται πως ήταν η ώρα του εγερτηρίου. Το κατάστρωμα γέμισε από κόσμο με νυσταλέεs φάτσες και με ελαφριά χαμόγελα. Κάποιοι κρατούσαν και από μια μποτίλια στο χέρι, άλλοι έτρεχαν και ξοπίσω τους πετάχτηκε και μια μαϊμού. Αναρωτήθηκα το γιατί τελικά υπάρχω μέσα σε όλο αυτόν τον συρφετό.  Απάντηση δεν μπορούσα να πάρω από τον ίδιο μου τον εαυτό, άλλα κάπου το έψαχνα και μέσα μου. Κάποιος φώναξε ότι το πρωινό είναι έτοιμο και όλοι ξεκίνησαν με άτακτη σειρά σχεδόν να τρέχουν για να γευματίσουν. Τελευταίος κατέφθασα και εγώ κοντά στο αυτοσχέδιο μαγειρείο.  Κατάφερα να προλάβω μερικά φρούτα και ό,τι σχεδόν απομεινάρια φαγητού είχαν απομείνει. Δεν πρόλαβα καν να αποτελειώσω το γεύμα μου όταν ο ναύτης με το κέρας άρχισε να ξαναφυσά  δυνατά, και μια ανησυχία διαγράφονταν στα πρόσωπα όλων τους γύρω μου.  Κάποιος φώναξε "Έρχεται ο καπετάνιος" και όλοι ήταν σε μια εγρήγορση, ακατανόητη προς το δικό μου μυαλό και λογική.  Γρήγορα κάποιοι ανέβηκαν ψηλά σε μακριά μαδέρια, λύνοντας τα σχοινιά από τα δεμένα πανιά, πέφτοντας και αυτά σαν πέπλο από χοντρές κουρτίνες προς την φορά της θάλασσας.  Αμέσως ο ελαφρύς αέρας άρχισε να τα φουσκώνει και ο ήλιοs είχε κάνει την εμφάνισή του πλέον ολόγιομος στο περιβάλλον.  Όλα δείχνουν πως το ταξίδι ξεκίνησε, σαλπάροντας στο άγνωστο του ορίζοντα.















Ο καπετάνιος έκανε την εμφάνισή του στο κατάστρωμα με ένα μεγάλο πολύχρωμο αφρικάνικο παπαγάλο στους ώμους του. Ένα πειρατικό καπέλο δέσποζε στο κεφάλι του και γύρω του υπήρχαν τρεις ακόλουθοι. Ο ένας εξ αυτόν ήταν ο Willy που μου είχε δώσει τις πρωινές εντολές για το βάψιμο και το χαρισματικό μου όνομα.  Οι τέσσερίς τους προχώραγαν αργά, και κάτι ψιθύριζαν ανά μεταξύ τους.  Η απόσταση ήταν απαγορευτική για να καταλάβω τι μπορεί να λέγανε.  Ούτε ήξερα καν τους βαθμούς τους στην ιεραρχία, φαινόταν όμως σαν ένα μικρό συμβούλιο, ανταλλάσσοντας πιθανότατα απόψεις για την ρότα του ταξιδιού. Ανέβηκαν τις σκάλες για την κουπαστή και κάπου εκεί χωρίστηκαν στις τρεις γωνίες κοιτάζοντας το πέλαγος από ανατολάς, δύσης και βορρά. Ο καπετάνιος κάθισε πίσω από το πηδάλιο με την αινιγματική του φιγούρα, ενώ το σκάφος όδευε αργά προς τα εμπρός.  Ήταν ένας άνθρωπος ψηλού αναστήματος, γεροδεμένος σωματότυπος, με τα φρύδια του να σμίγουν εμπρός στο μέτωπό του και μερικές χαρισματικές ουλές που έδειχναν την σκληρότητα των ημερών που έχει περάσει.  Έσκυψα το κεφάλι και συνέχισα την εργασία μου, προσπαθώντας να περάσω όσο πιο απαρατήρητος από τους υπόλοιπους ναύτες που κυκλοφορούσαν και αυτοί ολόγυρα μου, γινόταν. Η εργασία μου πήγαινε καλά και το ξύλο στο οποίο είχα την φροντίδα του, είχε αρχίσει να παίρνει ξανά ζωή και γυαλάδα. Η ώρα κυλούσε αργά σε ένα  δικό της τέμπο κι ένιωθες την αύρα του αέρα, των ήχο των κυμάτων και τα ήρεμα βήματα των ναυτών, που ο κάθε ένας έκανε την δικιά του εργασία. Είχα σχεδόν τελειώσει. Το ξύλο φαινόταν πιο καινούριο, πιο λαμπερό και σχεδόν άστραφτε στις ηλιακές αντανακλάσεις του φωτός.  Άκουσα μια φωνή να απευθύνεται σε μένα.
"Εσύ ναύτη, πάρε τα πόδια σου σε θέλει ο καπετάνιος στην γέφυρα".  
Ανασηκώθηκα και ξεκίνησα, τα βλέμματα των γύρω μου ήταν σκεπτικιστικά πάνω μου.  Δεν μου πήρε πολύ χρόνο και στάθηκα εμπρός στον ψηλόσωμο καπετάνιο.  Μου έριξε μια κλεφτή ματιά, δίνοντας στον παπαγάλο του ένα μεγάλο φιστίκι. Το χαριτωμένο πτηνό άρχισε να το ξεφλουδίζει με το γαμψό ράμφος του και με τα κοφτερά του νύχια.  Ο καπετάνιος τον κατέβασε από τον ώμο του και τον έβαλε ακριβώς πάνω στο τιμόνι. 
"Αυτός μια μέρα θα είναι ο πραγματικός καπετάνιος.  Ξέρει τόσα για το καράβι που δεν τα ξέρουν οι ναύτες όλοι".  
Τον άκουγα με προσοχή.  Άλλωστε ήταν ο πλέον ειδικός και άρχων αυτού του ισχυρού πλεούμενου. "Έμαθα, ότι το όνομά σου είναι Barontheng.  Μου χρωστάς τα δύο μου όπλα από την βραδινή σου περιπολία".
 Άνοιξα χωρίς να το σκεφτώ το κουρελιασμένο μου παλτό και έβγαλα τα δύο σκουρόχρωμα και οξειδωμένα από αλάτι κουμπούρια.  Τα κράτησε στα χέρια του και τα κοίταζε σαν μικρά διαμάντια.   "Μην τα βλέπεις έτσι, μπορούν να κάνουν θαύματα.  Αυτά είναι η σωτηρία μας, αυτά και η δουλειά μας".  
Του έγνεψα καταφατικά υψώνοντας το κεφάλι μου στο σημείο που μου έδειχνε, με το χέρι του. 
"Το βλέπεις αυτό Barontheng;"  
Ανασήκωσα το κεφάλι μου.  Ήταν ένας μικρός ντενεκές που έμοιαζε σαν σε σκουριασμένη κονσέρβα, ακουμπισμένη στο πιο ψηλό κατάρτι.  Δεν είχα ιδέα γιατί βρίσκονταν εκεί πάνω, αλλά με μιας τραβάει την σκανδάλη και η λαμαρίνα του ντενεκέ σκόρπισε σαν φύλλο του ανέμου.  Ένας τσίγκινος θόρυβος ήχησε πέφτοντας στην κουπαστή. Αμέσως ζητωκραυγές ακούστηκαν από κάτω από τους 80 περίπου ναύτες που βρίσκονταν εκείνη την ώρα εκεί, που βγάζοντας τα καπέλα τους και τις μπαντάνες  και κρατώντας τα στο χέρι, ανεμίζοντάς τα στον αέρα, φώναζαν "Ζήτω ο καπετάνιος".
Αυτό που μου κίνησε την στιγμιαία περιέργεια ήταν ότι υπήρχε και μια μικρή μερίδα κάποιων ναυτών που δεν ενθουσιάστηκαν και τόσο, αλλά αντιθέτως, γύρισαν από την άλλη μεριά και συνέχισαν την εργασία τους σαν να μην υπήρχε καν το συμβάν. 
Με κοίταξε και πάλι ο καπετάνιος, ακουμπώντας το βαρύ χέρι του στον ώμο μου.
"Μοιάζεις με τον χαμένο μου γιο. Πήγαινε να τελειώσεις αυτό που άφησες στην μέση και ξεκουράσου στα κάτω καταστρώματα". 
Επέστρεψα στην αρχική μου θέση πιάνοντας και πάλι το τελευταίο κομμάτι της δουλειάς μου που ήταν ημιτελές. Στις επόμενες ώρες η κούρασή μου έγινε αφόρητη και σχεδόν σερνόμουν σαν αρχαία μούμια, όμως και χαρούμενος γιατί είδα τους κόπους μου να βγάζουν ένα όμορφο αποτέλεσμα πάνω σε αυτό το κομμάτι ξύλου. 

Είχε σχεδόν απογευματιάσει όταν πήρα το δρόμο προς τις σκάλες που οδηγούσαν στο εσωτερικό του καραβιού.  Δεν ήξερα καν πού βάδιζα, ούτε πού έπρεπε να κοιμηθώ.  Σχεδόν παραπάτησα στα σκαλιά, χάνοντας την ευαίσθητη ισορροπία μου λόγω της κούρασης.  Η  πτώση μου ήταν πάνω σε κάτι σακιά με αρκετά μαλακό περιεχόμενο κι ανασηκώθηκα ελαφρά, αλλά η αίσθηση αυτής της απαλότητας των σακιών με έκανε σχεδόν να φανταστώ πως ήταν μαξιλάρια για να αποκοιμηθώ, χωρίς να έχω το κουράγιο για περαιτέρω σκέψεις.   Κοιμόμουν πολύ βαθιά όταν και ένιωσα κάποιον να με κλωτσάει στα πόδια χαμηλά.
"Σήκω από εδώ ρε ναύτη!  Ξάπλωσες πάνω στα σιτάρια.  Τι θα φάμε αύριο ρε;  Τα παπούτσια σου τα λασπωμένα;  
Ρίχνοντας μου ακόμα μια κλωτσιά, με έβριζε σε μια γλώσσα που δεν καταλάβαινα. Ήταν ο μάγειρας. Ανασηκώθηκα ασυναίσθητα όρθιος κι όταν κατάφερα και άνοιξα τα μάτια μου επικρατούσε μαύρο σκοτάδι.  Ανέβηκα και πάλι τις σκάλες από τις οποίες είχα σκοντάψει και βγήκα και πάλι στο κατάστρωμα.  Κοίταξα τον βραδινό ουρανό.  Μια απέραντη συννεφιά στο σκούρο τοπίο, το φεγγάρι δεν υπήρχε πουθενά, είχε χαθεί και αυτό.  Η θάλασσα όμως λάδι, χωρίς σχεδόν καθόλου αέρα και το καράβι έπλεε στην απόλυτη άπνοια.  Η μαύρη μας σημαία ήταν μεσίστια,  αλλά σαν σε αντανάκλαση κυμάτιζε πάνω στο πέπλο της θάλασσας, κάνοντάς την ακόμα πιο κυματιστή.


Δεν είχα πολλές επιλογές, έπρεπε να κατέβω και να βρω το κάτω κατάστρωμα.  Ο ύπνος εδώ δεν είναι εύκολος, πόσο μάλλον αν δεν καταφέρεις να τον κερδίσεις και να φορτώσεις τις μπαταρίες του οργανισμού σου.  Ξέρω, ότι το πρωινό θα είναι το ίδιο κουραστικό και δύσκολο, όπως αυτό που μόλις πέρασε.  Χωρίς πολλές σκέψεις κατηφόρισα και πάλι τα σκαλιά, αλλά αυτή την φορά πιο προσεκτικά, κατευθυνόμενος όμως περισσότερο από τις αισθήσεις μου, αφού το λιγοστό φως ήταν κομμάτι αυτού του καραβιού.  Φτάνοντας στο τέλος των σκαλοπατιών, ακολουθούσε ένας μακρύς και στενός διάδρομος, με μεταλλικές βαριές πόρτες και αρκετή επένδυση ξύλου αριστερά και δεξιά μου.   Βάδιζα προσπερνώντας τες γεμάτος απορία. Άνοιξα μια που τράβηξε την προσοχή μου για τους γραφικούς μεντεσέδες που την ένωναν στην βάση της.  Σκαλιστοί  μεντεσέδες σε καμινοδουλειά φτιαγμένη.   Σχεδόν έργο τέχνης από το μεταλλουργό που τις έφτιαξε, η πόρτα έτριξε ελαφρά στην πίεση που της άσκησα και εμπρός μου άνοιξε ένα δωμάτιο γεμάτο πλούτη.  Λαμπύριζαν παντού χρυσά νομίσματα, σκαλιστά ποτήρια, κειμήλια έργων εποχής και κάθε λογής πολύτιμο αντικείμενο μεγάλης αξίας.  Ένας κρύος ιδρώτας άρχιζε να με περιλούζει.   Σίγουρα δεν ήταν το δωμάτιο που έψαχνα και δεν θα έπρεπε να βρισκόμουν εδώ.  Έπρεπε να φύγω πριν με βρουν καινούριοι μπελάδες.  Έκλεισα ξανά ξωπίσω μου την βαριά πόρτα, κάνοντας τον λιγότερο θόρυβο που μπορούσα και πριν καλά καλά γυρίσω την πλάτη μου ένιωσα την παρουσία κάποιου στην αρχή του διαδρόμου.  Σχεδόν ακαριαία το κεφάλι μου γύρισε και στα λόγια που άκουσαν τα αυτιά μου:
"Barontheng δεν είναι αυτό το δωμάτιο που ψάχνεις.  Πήγαινε στο τέλος του διαδρόμου, στην τρίτη πόρτα αριστερά."
 Ήταν ο Willy, ο  άγρυπνος φρουρός αυτού του καραβιού και σχεδόν παντού μπροστά μου.  Έκανα επιτόπια μεταβολή και ξεκίνησα για την πόρτα που μου είπε.  Δεν άργησα να την βρω.  Φτάνοντας διστακτικά ακριβώς απέξω, ένας περίεργος θόρυβος ακουγόταν από μέσα.  Κάτι σαν σε θηρίο που βρυχάται.  Την ανοίγω προσέχοντας μην με βρει και τίποτα χειρότερο, αλλά τα χειρότερα μόλις είχαν εμφανιστεί στα μάτια μου. Μια τεράστια δυσοσμία σχεδόν μου πήρε την μύτη.  Ήταν πάνω από τριάντα ναύτες μαζεμένοι και στοιβαγμένοι ο ένας σχεδόν πάνω στον άλλο, κοιμώμενοι σαν σαρδέλες παστές, σχεδόν με πάνω από τους μισούς να ροχαλίζουν σαν τεράστιοι κροκόδειλοι.   Ο  χώρος αρκετά μικρός για τόσα άτομα.  Οι επιλογές μου ελάχιστες και για μια στιγμή σκέφτηκα τι ωραία ήταν τελικά η χθεσινή βραδιά. Έπεισα τον εαυτό μου πως δεν έχει επιλογές και πρέπει να κοιμηθεί, Ο ύπνος μου ήταν άστατος, σχεδόν κοιμόμουν για δεύτερη νύχτα με το ένα μάτι ανοιχτό, εφιαλτική αλλά πέρα για πέρα πραγματική και βιωματική.  Όταν  πέρασαν αρκετές ώρες ένιωσα μια ελαφριά λύτρωση σαν ήχησε ένας γνώριμος ήχος.  Ήταν το κέρας που φυσούσε ρυθμικά την έναρξη της νέας μέρας.  Όλοι σχεδόν πετάχτηκαν και άρχισαν να σηκώνονται και να ντύνονται με τα βρώμικα και  μπαλωμένα τους ρούχα. Οι τρύπιες κάλτσες πήραν την θέση τους στα ταλαιπωρημένα πόδια  και η άνοδος προς το κατάστρωμα πλέον ήταν γεγονός. Άνοιξα πρώτος την μπουκαπόρτα και ένιωσα όλο το κύμα φωτός σχεδόν να με τυφλώνει στιγμιαία,  καθώς ανάσαινα με μια βαθιά και δυνατή εισπνοή αναζωογονώντας τον καταρρακωμένο οργανισμό μου από όσα είχα βιώσει στο πλέον πιο ακατάλληλο χώρο για ύπνο. 

Αφού κατάφερα να συνέλθω άρχισα να περιφέρομαι χωρίς να ξέρω τι έπρεπε να κάνω.    Δεν πέρασε πολύ ώρα και μπροστά μου εμφανίστηκε ο Willy.  
"Barontheng σήμερα σου έχω μια ξεχωριστή εργασία.  Πρέπει να ξαναβάψεις   το όνομα του καραβιού που έχει παλιώσει στην πλώρη και την πρύμνη.  Είναι εντολή του καπετάνιου".  Γυρνώντας το κεφάλι του προς δύο άλλους ναύτες που ήταν κοντά τους είπε: "Σε δύο ώρες να είστε στο κατάστρωμα με όλο τον οπλισμό σας.  Πείτε το και στους άλλους".   
Δεν μου ακούστηκε και τόσο ήρεμο αυτό.  Γιατί άραγε να τους ήθελε οπλισμένους;  Τα περιθώρια των σκέψεων σταμάτησαν όταν γύρισε και πάλι το κεφάλι του προς τα μένα.
"Εμπρός Barontheng.  Πάρε αυτό το μακρύ σχοινί.  Μην χασομεράς και ξεκίνα την εργασία σου".
Κοίταξα με μια ματιά το σχοινί.  Έμοιαζε να είναι πιο βαρύ και πιο μεγάλο σε μέγεθος από μένα. Όταν το ανασήκωσα και είδα ότι το  κατάφερνα και το έφερνα βόλτα με το πρωινό μου πείσμα, ξεκίνησα κατευθυνόμενος προς την πλώρη.   Φτάνοντας στην αρχή του καραβιού ένα μεγάλο δροσερό κύμα αέρα άρχισε να με συνεπαίρνει.  Ερχόταν συνέχεια προς τα πάνω μου, εισρέοντας από τα βάθη του ωκεανού και καταλήγοντας ως την άλλη άκρη που ήταν το τέλος του. Κοίταξα για λίγο χαμηλά.  Το ύψος ήταν πραγματικά λίγο τρομακτικό και μόνο στην ιδέα, σκεπτόμενος  ότι αν έπεφτα από εδώ η θάλασσα δεν θα μου φερόταν με την ίδια επιείκεια.  Δεν είχα όμως την πολυτέλεια για αποφάσεις και σκέψεις, παρά για δράση σε ό,τι και αν μου ανέθεταν.  Αποφάσισα και έδεσα την μια άκρη του σχοινιού σε ένα διχαλωτό κατάρτι που ήταν κοντά μου.  Το άφησα να ξετυλιχθεί ως την μέση, άρχισα να το δένω γύρω μου κυκλικά, ώστε να μπορεί να μου παρέχει την όποια ασφάλεια και  την άλλη άκρη να την δένω αντικριστά φτιάχνοντας ένα μικρό V ως την ελάχιστη προστασία μου. Η απόφαση πλέον δεν είχε γυρισμό.  Έπρεπε να κατέβω χαμηλά από την έξω πλευρά του πλοίου.  Αργά αλλά σταθερά κατάφερνα  βήμα βήμα, με σύμμαχο το σχοινί και τα πόδια μου κόντρα στη καρίνα του καραβιού να φτάσω στο επιθυμητό ύψος. Η απόσταση πλέον που με χώριζε από την θάλασσα ήταν στα δύο μέτρα.  Τα κύματα που ερχόντουσαν, ακουμπούσαν σχεδόν τα πόδια μου και οι   σταγόνες που αποκόπτονταν έλουζαν όλο το κορμί μου. Απορροφημένος στο να καταφέρω να πάρω την καλύτερη θέση για να είμαι λίγο πιο άνετα δεν άκουγα τις φωνές.  Ένας ήχος κατσαρόλας από πάνω μου άρχισε να ηχεί.
"Εεε, εσύ ναύτη δεν ακούς;"
Σηκώνω το κεφάλι μου και βλέπω έναν μεσήλικα πειρατή με το ένα μάτι του καλυμμένο από ύφασμα. 
"Κατέβηκες εκεί κάτω, αλλά τα χρώματα δεν τα πήρες.  Φταίω εγώ να σε αφήσω έτσι;"  
Μεμιάς, το κεφάλι του χάθηκε από την κορυφή του καραβιού, αλλά επανήλθε  σε ελάχιστο χρόνο κατεβάζοντας ένα λεπτό σχοινί που στην άκρη του ήταν δεμένος ένας κουβάς.  Αργά και σταθερά κατάφερε να φτάσει ως τα χέρια μου.  Μέσα είχε μια έντονη κόκκινη μπογιά, σαν αίμα πηχτό να μοιάζει, με ένα μικρό και σχεδόν ξεραμένο πινέλο με τις λεπτές του τρίχες να είναι και αυτές σε πλήρη αποσύνθεση. 
"Πρόσεξε να το φτιάξεις καλά.  Ο καπετάνιος δεν παίζει με αυτά".
Του κούνησα το χέρι σαν ένδειξη ευγνωμοσύνης.  Δυνατός άντρας σκέφτηκα.  Για να είναι και σε τέτοια ηλικία εδώ πάνω, το λέει η καρδιά του. Προσπαθούσα για ώρα να ξεχωρίσω τα γράμματα που είχαν ξεθωριάσει από την πολυκαιρία.  Όσο όμως και αν τα κοιτούσα, τόσο με μπέρδευαν χειρότερα.  Μισοσβησμένα και σε κάποια σημεία χαμένη όλη η μπογιά.  Κρεμόμουν σχεδόν μια ώρα, χωρίς να μπορώ να καταλάβω τελικά τι έγραφαν.  Ώρες ώρες κοίταγα την θάλασσα και τα κύματα που έσκαγαν επάνω και ένιωθα  σαν  δόλωμα για τα σκυλόψαρα. 

Έπρεπε να πάρω μια απόφαση και τελικά την πήρα.  Ήξερα, ότι το ρίσκο θα ήταν μεγάλο, αλλά ήδη ένιωθα κομμάτι αυτής της μικρής κοινωνίας.  Άρχισα να σμιλεύω και να χαϊδεύω τα γράμματα, δίνοντας τους μικρή ζωή.  Στα χέρια μου το πινέλο με το κόκκινο σαν αιματοβαμμένο χρώμα σημάδευε, ακουμπώντας  την παραμικρή λεπτομέρεια στα γράμματα που χάραζα με μπογιά. Είχε περάσει κάμποση ώρα όταν και η τελευταία μου πινελιά είχε πάρει σάρκα και οστά. 
9 γράμματα προσέδιδαν τον νέο χαρακτήρα αυτού του καραβιού, και το όνομα αυτού εγένετο DEATHSHIP. 
Ο τρόμος τον οποίο ένιωθα δεν ήταν για το όνομα που του έδωσα, όσο για το τι θα επακολουθούσε όταν θα το έβλεπε ο καπετάνιος.  Δεν υπήρχαν όμως επιλογές, παρά να πάρω το όποιο μερίδιο ευθύνης μου αναλογούσε.  Ένιωθα τον αέρα να αρχίζει να αλλάζει και το κύμα ξεκίνησε να πλαγιοκοπεί την άτρακτο.  Με όση περίσσια δύναμη είχα ακόμη, τραβούσα τα σχοινιά για την ανάβασή μου.  Η πίεση που ασκούσα ήταν μεγάλη, αλλά και η κούραση άρχισε να με εξαντλεί.  Με γρήγορους ρυθμούς, ακόμα λίγο, ακόμα λίγο και φτάνω, είχα σχεδόν φτάσει όταν το ένα μου πόδι έχασε  την ισορροπία του και άρχισα να γλιστράω γαντζωμένος από την μια πλευρά του σχοινιού.  Ένα χέρι ως από μηχανής θεός με γράπωσε από τα βρεγμένα ρούχα και με τράβαγε προς τα πάνω.  Πετώντας με στο κατάστρωμα και τεντώνοντας  το σχοινί μου για να μην καταλήξω στα άγρια τούτα νερά. Πριν καλά καλά συνέλθω άκουσα δυνατά γέλια από πάνω μου.
"Χα χα χα  μπράβο ρε μικρέ, τα κατάφερες!  Πριν από σένα τέσσερις είχαν προσπαθήσει κατά καιρούς και χάθηκαν στα βάθη της θάλασσας".  Ήταν ο μεσήλικας πειρατής με το καλυμμένο μάτι, που τώρα μου άπλωνε το χέρι του για να σηκωθώ και πάλι όρθιος. Ίσα που άπλωσα και εγώ το δικό μου και ανασηκώθηκα με πόδια τρεμάμενα από την κόπωση της προσπάθειας.  Δεν είχα πολύ χρόνο στην διάθεση μου.  Ο ήλιος σχεδόν είχε φτάσει στο πάνω μέρος του ουρανού, που έδειχνε πως πλησίαζε το μεσημέρι. Έπρεπε να φτιάξω και το όνομα στο πίσω μέρος του καραβιού και το πείσμα μου μού έδωσε και πάλι ώθηση.  Έλυσα το μεγάλο σχοινί από τις δύο άκρες,  το κουλούριασα πάνω μου και ξεκίνησα για την πίσω πλευρά.  Στη μέση του καταστρώματος ήταν παρατεταγμένοι, με όλο  τον οπλισμό τους ναύτες πειρατές, ο ένας αντικριστά από τον άλλον, ανά δυάδες,  σε απόσταση των δύο μέτρων να τους χωρίζουν.  Κοιταζόντουσαν κάτω από το λιοπύρι, χωρίς να κουνάν το βλέμμα και στο κενό ανάμεσά τους περπάταγε πάνω κάτω ο Willy μιλώντας χαμηλόφωνα, με το πιο σοβαρό ύφος που τον είχα δει ως τώρα. Προσπέρασα από το πλάι με βήμα γοργό και με την κουλούρα να με βαραίνει αφόρητα από το νερό που είχε πλέον μπει μέσα στης ίνες της.  Ένα περίεργο συναίσθημα με κατέτρεχε με δόσεις ασύλληπτης αγωνίας, αλλά και μια αισιοδοξία που πήγαζε από την ελευθερία αυτού του ανέμου.  Έφτασα επιτέλους και στο πίσω μέρος, ρίχνοντας γρήγορες ματιές στην πλέον φουρτουνιασμένη θάλασσα.  Ξανακοίταξα και πάλι προς τα κάτω.  Το σκαρί από αυτήν την πλευρά φαινόταν πιο βατό, με σκαλιστά εξογκώματα από τον κατασκευαστή αυτού του πλοίου, που θα μπορούν σίγουρα να μου εξασφαλίσουν καλύτερα πατήματα και στην κατάβαση αλλά και την ανάβαση μου.  Τουλάχιστον σε αυτό ήλπιζα.  Τα λόγια του μεσήλικα πειρατή φαίνεται να με επηρέασαν και λίγο αρνητικά.  Τέσσερις είχαν χαθεί ως τώρα και εγώ δεν ήθελα να είμαι ο επόμενος. Πέρασα και πάλι τα σχοινιά,  αυτή την φορά σε αντίθετη χιαστή και όχι σε V.  Τυλίχτηκα ξανά, άρχισα να κατεβαίνω προσεκτικά.  Ο άνεμος αλλάζει εύκολα και το καράβι κουνάει σαν παιχνίδι μικρού παιδιού σε μπανιέρα.  Παρά τις αντιξοότητες ακόμα τα καταφέρνω.  Ευτυχώς για μένα το κατάφερα και πριν, οπότε μάζεψα έστω και αυτή την ελάχιστη εμπειρία που σίγουρα και τώρα θα μου φαινόταν χρήσιμη. Η ώρα πέρναγε και τα γράμματα ακολουθούσαν την πορεία που τους έδινα.  Όμορφα, κόκκινα, φανταχτερά, γυάλιζαν σαν φρέσκο ψάρι.  Η τελευταία πινελιά που έβαλα, μου έδωσε  όλη την ικανοποίηση και την αγωνία για το τι τελικά θα γίνει με το όνομα όταν θα το ανακαλύψουν. Άρχισα να ανεβαίνω γαντζωμένος σαν άγρια γάτα που φοβάται μην βραχεί, αλλά ο τρόμος μου όδευε από το μεγάλο όμορφο αρπακτικό που μας ακολουθούσε ώρες τώρα. Ανέβηκα σχεδόν σέρνοντας τα πόδια μου σε στέρεο έδαφος.  Ένιωσα να φεύγει όλη η ένταση της αδρεναλίνης από πάνω μου, ανασηκώθηκα όρθιος και κοίταξα την πίσω όψη του καραβιού.  Ο μεγάλος γκρίζος καρχαρίας είχε μιαν απογοήτευση στο πρόσωπό του.  Σίγουρα θα ήμουν ένας καλός μεζές γι' αυτόν, αλλά για καλή μου τύχη τα είχα καταφέρει μέχρι ώρας. 

Στο καράβι υπήρχε μια τεράστια ηρεμία, πουθενά ήχος φωνής.  Μια νεκρική σιγή που απλωνόταν χωρίς να την καταλαβαίνω.   Δεν ακουγόταν τίποτα, λες και είχαν εξαφανιστεί όλοι μέρα μεσημέρι. Μα όλοι ήταν σχεδόν εκεί στις θέσεις τους, ακίνητοι  και ο Willy ακόμα, που περιφερόταν πάνω κάτω με το αργό του βήμα, επιβλητικό, συνισταμένη με την πιο άγρια ηρεμία, δεν ήξερα τι να κάνω.  Η δουλειά μου είχε τελειώσει και η αγωνία μου για το όνομα του καραβιού μου έφερνε κρύο ιδρώτα κάτω από το καυτό ήλιο. Ο καπετάνιος σήμερα δεν έχει εμφανιστεί καθόλου πίσω από το τιμόνι.  Ούτε καν ήξερα πού μπορεί να βρισκόταν, σίγουρα όμως κάπου επαγρυπνούσε και μας έβλεπε όλους με τα μάτια των πιο έμπιστών του. Η ώρα πέρναγε και τίποτα δεν συνέβαινε ωσότου και ο ήχος της κατσαρόλας άρχισε και πάλι να ηχεί.  Αυτή τη φορά δεν ήταν ο μεσήλικας πειρατής με το καλυμμένο μάτι, αλλά ο μάγειρας που δίνει την έναρξη του γεύματος.  Μια δυνατή φωνή από τα χείλη του Willy ήχησε διάπλατα "Ελεύθεροι" και όλοι μεμιάς άρχισαν να βγάζουν τους οπλισμούς τους και να αρχίζουν να συνωστίζονται προς την μπουκαπόρτα που οδηγούσε στο μαγειρείο. Κατεβαίνω αργά τις σκάλες για να βρεθώ και εγώ ξωπίσω.  Κατάφερα μετά βίας να στριμωχτώ και να φτάσω ως την επιθυμητή κουτάλα, που γύρισε αργά και το νερουλό φαί έπεσε στο παλιό τσίγκινο πιάτο, που περισσότερο έμοιαζε με μεταλλική αντίκα άλλων πολιτισμών.  Σηκώνω το κουτάλι και η γεύση του φαγητού είναι σχεδόν απαίσια, κάτι ανάμεσα σε σούπα με ελάχιστο ρύζι και βραστό νερό. Τριγύρω μου οι φάτσες φαίνονταν σχεδόν χαρούμενες και δεν έδειχναν να τους χαλάει και τόσο το φαγητό.  Ίσως και να το είχαν συνηθίσει με το πέρασμα του καιρού, ίσως να το συνήθιζα κι εγώ. Πριν καλά καλά τελειώσω, άνοιξε η μεγάλη πόρτα και μέσα μπήκε ο ένας από τους τρεις έμπιστους του καπετάνιου.  Όλοι γύρισαν το κεφάλι προς τα αριστερά στην θέα του εισερχόμενου άντρα, που στάθηκε όσο πιο κορδωτός μπορούσε, βαρώντας δυνατά το χέρι του στο τραπέζι και με άγρια φωνή διέταξε:  "Τέσσερις ναύτες για μεσημεριανή σκοπιά.  Εσύ, εσύ, εσύ και εσύ.  Όλοι οι υπόλοιποι να πάτε να ξεκουραστείτε γιατί τα δύσκολα σας περιμένουν." 
Το παρουσιαστικό του αρκετά αιμοβόρικο, με μακριά βρόμικη γενειάδα, σγουρά μαλλιά και μάτια που σχεδόν μπορούσες να  καταλάβεις και να δεις τον φθόνο.  Φαινόταν άνθρωπος που για τα πλούτη και την δόξα θα πούλαγε και την ψυχή του στον διάβολο. Γύρισε από την άλλη και έκλεισε με δύναμη ξανά την πόρτα.  Δεν μπορούσα όμως και να τον κατηγορήσω, γιατί όλοι εδώ πάνω ήμασταν  για το κάτι διαφορετικό, για μια άτυπη σιγουριά που μπορεί να σου δίνει αυτό το καράβι και ένα μέλλον αβέβαιο, αλλά σίγουρα πιο επαναστατικό και ελεύθερο. 
Άκουσα έναν ναύτη δίπλα μου να λέει στον διπλανό του:  "Ο Αquarius σφετερίζεται την εξουσία" 
 Ώστε αυτό ήταν το όνομα του σκέφτηκα, Αquarius.  Ίσως ο ναύτης κάτι να ήξερε και να μην ήταν τόσο ψέμα.  Σηκώθηκα και πήρα τον δρόμο για το υπόγειο κατάστρωμα.  Η σκέψη μου ήταν στο ότι έπρεπε να βρω τρόπο να ξεκουραστώ.  Ο διάδρομος μου φαινόταν τεράστιος στο κάθε μου βήμα.  Έφτασα έξω από την πόρτα που είχα περάσει ίσως το πιο δύσκολο χθεσινό μου βράδυ.  Η τύχη μου χαμογέλασε για λίγο, καθώς μέσα καθόντουσαν τρεις κι έπαιζαν χαρτιά, με μια τράπουλα περίεργη - σίγουρα λάφυρο κι αυτή από κάποιο ναυάγιο.  Μου έριξαν ένα βλέμμα και συνέχισαν το παιχνίδι τους.  Η γωνιά της κουκέτας μου έμοιαζε σαν ό,τι καλύτερο μπορούσε να μου συμβεί.  Δεν άργησα και ο ύπνος μου ήταν πλέον βαθύς. 

Δεν ξέρω πόσος χρόνος πέρασε να κοιμάμαι.  Ανοίγοντας τα μάτια μου, αντίκρισα μπροστά μου να στέκεται ολόρθος ο Willy.
"Σήκω πάνω Baronthegn, σε ψάχνω δύο ώρες πάνω στο καράβι και εσύ κοιμάσαι.  Πρέπει να πας στον καπετάνιο.  Ακολούθησέ με."
Τα πόδια μου ξεκίνησαν σχεδόν να τρέμουν  κι ένα άσχημο προαίσθημα άρχισε να με συνεπαίρνει.  Στο μυαλό μου καρφώθηκε, ότι με έψαχναν σίγουρα για το όνομα του καραβιού. Εμπρός ο Willy και εγώ από πίσω του να βαδίζω, ώσπου και φτάσαμε σε μια χρυσαφένια ψηλή πόρτα.  Ο Willy κτύπησε δύο φορές το χρυσαφένιο χερούλι της πόρτας και στάθηκε στο πλάι της, αφήνοντάς μου όλο τον χώρο για να προσπεράσω και να μπω μέσα. Καθώς βάδιζα, αντίκρισα γύρω πολλούς πίνακες ζωγραφικής, όλοι σχεδόν με το ίδιο θέμα.  Καράβια, καράβια φλεγόμενα, φιγούρες ανθρώπων σε μάχες σώμα με σώμα.  Ακριβώς στην γωνιά ένα μεγάλο κομμάτι ξύλου, δίπλα από ένα παράθυρο του δωματίου, που φαίνεται να ήταν η θέση του παπαγάλου που καθόταν κρεμάμενος πάνω σε αυτοσχέδιο κορμό ξύλου.  Στάθηκα σε θέση προσοχής, καθώς ο καπετάνιος καθόταν στο βάθος της κάμαρας, όρθιος με την πλάτη γυρισμένη, κοιτώντας έξω από το παράθυρο του και με τα χέρια σταυρωτά προς τα πίσω χωρίς να μιλάει.  Απλά κοίταζε, κοίταζε τον έξω κόσμο που δεν ήταν τίποτα άλλο εκτός από τον απέραντο ωκεανό.  Η πόρτα μου ξωπίσω έκλεισε με  δύναμη.  Ο παπαγάλος ανασήκωσε ελαφρώς τα φτερά του. Πλέον ένιωθα στο δωμάτιο σαν να ήμουν στην αρένα με ένα λιοντάρι της θάλασσας, χωρίς καν την επιλογή αυτοπροστασίας, με μόνο σύμμαχο το οξυδερκές μυαλό μου στο να μπορέσω να ανατρέψω τις όποιες άσχημες συνθήκες των πιθανοτήτων για να βγω αλώβητος.  Χωρίς να γυρίσει καν το κεφάλι του άρχισε να μου μιλάει σε αργό και ήρεμο τόνο φωνής.
"Γιατί ήρθες με το καράβι μας Barontheng; Για τα πλούτη;  Για την δόξα; Την ελευθερία; Την δράση του πολέμου;  Ποιο είναι τελικά το κίνητρό σου;"
Δεν μπορούσα, γι΄ ακόμα μια φορά όμως, να απαντήσω σε κάτι που δεν ήξερα.  Δεν έβγαζα μιλιά, ότι και να έλεγα ίσως στο τέλος να ήταν εναντίον μου. Γύρισε το κεφάλι του και τα φρύδια του έσμιξαν ακόμα πιο πολύ στο σούφρωμα του προσώπου, καθώς με κοίταξε.
"Πες μου για το όνομα του καραβιού.  Φήμες λένε, ότι άλλαξε κι αυτό μπορεί να συμβεί μόνο από μια ηγετική φυσιογνωμία."  
Ο τρόμος μου πλέον άρχισε να με ασφυκτιά.  Καταλάβαινα, ότι το σκεπτικό του είχε να κάνει με την ιεραρχία του και δεν θα την έβγαζα και τόσο καθαρή.
"Φαίνεσαι να είσαι δυνατό παιδί, αλλά  είσαι και θρασύς.  Παρακάμπτεις τους κανόνες του καραβιού και αυτό θα σου στοιχίσει χρηματικό πρόστιμο.  Θα λάβεις την μισή απολαβή από όσα είχαμε ορίσει αρχικά."
Δεν είχα ιδέα το τι μπορεί να είχαμε ορίσει, αλλά και μόνο η σκέψη ότι έπεφτα κάπου στα μαλακά με έκανε να ξανακουνήσω το κεφάλι μου θετικά   Πριν προλάβω να χαρώ, άρχισε να μου ξαναμιλάει.
"Εκτός από την χρηματική ποινή, θα έχεις πλέον και περισσότερες εργασίες για τους επόμενους τρεις μήνες. Ίσως θα πρέπει να σε δέσω και στο κατάρτι για παραδειγματισμό προς όλους τους ναύτες."
Ο κρύος ιδρώτας άρχισε να επανέρχεται ακούγοντας τις τελευταίες του λέξεις και πριν καν τις συνειδητοποιήσω, τον βλέπω να βγάζει και πάλι ένα φιστίκι, να το καθαρίζει και να το δίνει στο πολύχρωμο πουλί.
"Αυτή την ποινή δεν θα την ορίσω εγώ, αλλά ο παπαγάλος μου."
Το μυαλό μου κόντευε να αποτρελαθεί.  Ένα πουλί θα όριζε την τύχη της μοίρας μου.  Δεν το χωρούσε ο νους μου.  Εγώ κρεμάμενος σχεδόν από το ράμφος του και  τι θα μπορούσε να πει. Το πουλί ανασήκωσε τα φτερά του χαρούμενα καθώς έτρωγε το φαγητό του.  Μια τσιριχτή κραυγή ήχησε στο δωμάτιο και το πουλί πέταξε ελαφρώς και κάθισε ξανά στο ξύλο, ανεβοκατέβασε το κεφάλι του πάνω κάτω ρυθμικά και στο τέλος αυτό το πουλί μίλησε με λαλιά ανθρώπινη.
"Ελεύθερος, ελεύθερος"
Ο καπετάνιος πήρε και πάλι τον λόγο.  "Barontheng, o Piki αποφάσισε.  Είσαι ελεύθερος.  Η ποινή σου θα είναι μόνο το  χρηματικό πρόστιμο και οι εργασίες.  Μπορείς πλέον να φύγεις, να πας να ξεκουραστείς.  Έξω έχει ήδη πέσει το σούρουπο.  Αύριο για σένα θα είναι μια δύσκολη μέρα."
Έστριψα με ανάμικτα συναισθήματα.  Μια κρυφή χαρά και λύπη.  Πριν κλείσω την πόρτα πίσω μου η φωνή του καπετάνιου ξαναμιλά.
"Barontheng είναι καλό το όνομα DEATHSHIP.  Μ΄ αυτό θα γίνουμε ο τρόμος των θαλασσών."
Δεν ήξερα πλέον τι θα έπρεπε να πιστέψω, αλλά αυτό που ήξερα, ήταν ότι είχα κερδίσει ακόμα έναν φίλο και σύμμαχο κι αυτός δεν ήταν άλλος από τον Piki τον παπαγάλο.   

Οι μέρες ξημέρωναν κι άρχισαν να περνούν λίγο πιο γρήγορα.  Οι εργασίες έκαναν τον χρόνο να χάνεται χωρίς να τον καταλαβαίνω.  Ο ήλιος και το φεγγάρι χανόντουσαν στο αχανές πέλαγος, που άρχισε να γίνεται η καθημερινότητα μιας ρουτίνας.  Καθισμένος και σκεπτόμενος πως είτε ήμουν στην θάλασσα, είτε στην έρημο, το συναίσθημα μάλλον δεν θα είχε και πολλές διαφορές στην μοναξιά και στο εναλλασσόμενο τοπίο.  Είκοσι πέντε μέρες είχαν περάσει και τίποτα δεν συνέβαινε πλέον πάνω σε αυτό το καράβι.   Η εκπαίδευση του Willy στους ναύτες ήταν εντατική.  Σχεδόν κάθε μέρα τους παρέτασσε στο κατάστρωμα και τους μίλαγε χαμηλόφωνα και λίγο πριν τους αφήσει στην ηρεμία τους, άρχιζε να τους κάνει αθλοπαιδιά και τεχνικές πάνω σε θέματα ξιφομαχίας. Καθόμουν πίσω από τις αγγαρείες μου που έκανα στο κατάστρωμα και ζήλευα σχεδόν κρυφά, σκεπτόμενος πως μια μέρα θα τελείωνε και η δικιά μου ποινή και τότε ίσως κατάφερνα να γίνω και εγώ ένας καλός πειρατής πολεμιστής. Το φαγητό κι αυτό σαν να βελτιώθηκε λιγάκι.  Δεν ήξερα αν τα καταφέρνει καλύτερα ο μάγειρας ή  αν εγώ πλέον έμπαινα στη λογική μιας ασχήμιας φαγητού.  Το μόνο σίγουρο ήταν ότι έπρεπε να παλεύω καθημερινά για την μερίδα μου, γιατί το φαγητό όσο πήγαινε και γινόταν και πιο λιγοστό. Μου φαινόταν σαν να έχω χάσει και δυο τρία κιλά  αυτές τις μέρες παραμονής μου εδώ πάνω και πριν ολοκληρώσω όλες μου τις σκέψεις, ξάφνου εμπρός μου ο Αquarius.
"Έλα εδώ ναύτη, θα κατέβεις για συντήρηση στα κανόνια".  
Τα είπε δίνοντας μου  ένα κουβά γράσο και μερικά πατσαβούρια για γυάλισμα. Ίσως τελικά η σημερινή μου εργασία να μην με χαλάσει πολύ, σκέφτηκα.  Ήξερα, ότι θα με κατεβάσει στο πιο κάτω κατάστρωμα και εκεί θα γλίτωνα τουλάχιστον τον ήλιο -άσε που ήθελα καιρό να βρεθώ δίπλα από τα πιο ισχυρά κανόνια, οπότε η περιέργεια μου ίσως μου να μου έκανε την μέρα και πιο ευχάριστη.  Το μενού της αγγαρείας έδειχνε να περιλαμβάνει συντήρηση των κανονιών και όλων των αναλώσιμών τους, όπως ήταν τα φιτίλια, το μπαρούτι, οι ρόδες των κανονιών και οι μπάλες τους.  Αυτές οι μεγάλες μεταλλικές μπάλες σαν στρογγυλά πεπόνια, που το  βάρος τους δεν θα ήθελες ποτέ να   έρθει προς τα πάνω σου από την εκτόξευση ενός άλλου εχθρικού πλοίου. Πριν πάρω τον δρόμο προς τα κάτω έριξα μια τελευταία ματιά στο πίσω μέρος του καραβιού,.  Ο γκρίζος καρχαρίας εξακολουθεί να μας ακολουθεί μέρες τώρα, με την απόλυτη ηρεμία του και την υπομονή του, αυτήν την υπομονή που ίσως του εξασφαλίζει το γεύμα της ημέρας για την επιβίωση του.  Ήξερα, ότι και ο μάγειρας τον τάιζε με τα απομεινάρια που έμεναν από το φαγητό, αλλά πως να χορτάσει  αυτό το άγριο θηλαστικό;  Δεν κοντοστάθηκα άλλο και ξεκίνησα κατεβαίνοντας τα σκαλοπάτια σκεπτόμενος ότι έπρεπε να ξεμπερδέψω την εργασία μου,  μπας και κέρδιζα τον χρόνο προς όφελος της ξεκούρασης.  Πριν καλά καλά περάσω την μεγάλη πόρτα που οδηγούσε στα κανόνια, το μάτι μου έπεσε στο αριστερό πλευρό του τείχους, που στεκόταν κολλημένο σ' ένα χάρτινο ημερολόγιο, σαν σε παλαιωμένο χαρτί.  Έγραφε μια ημερομηνία 14 Απριλίου 1814.    Πάγωσα  στη θέα του.  Μικρές ασύνδετες σκέψεις προσπάθησαν να φτιαχτούν, σαν ένα τεράστιο παζλ μέσα στο μυαλό μου, αλλά μάταια, δεν μπορούσα να θυμηθώ τίποτα.  Ούτε το χθες, ούτε ένα άγνωστο αύριο να προβλέψω.  Έδωσα λόγο στον εαυτό μου να πηγαίνω και να σβήνω την κάθε μέρα που περνούσε.  Ήταν το μόνο που μπορούσα να κάνω.  Να ελπίζω για μια δικιά μου ανακάλυψη του εαυτού μου, στο ποίος τελικά μπορεί να ήμουν και τι αποζητούσα πάνω σε αυτό το ξύλινο καράβι. 

Ξημερώματα της 29ης Απριλίου 1814 κι ένας μεγάλος θόρυβος ξέσπασε πάνω στο καράβι.   Πετάχτηκα όρθιος από τις φωνές που είχαν αρχίσει να εξαπλώνονται σχεδόν παντού.   Δεν είχα καταλάβει καν τι μπορούσε να συμβαίνει, ώσπου και βγήκα πάνω στο κατάστρωμα σχεδόν ημίγυμνος.  Τα μάτια μου δεν πίστευαν αυτό που έβλεπαν μπροστά τους.  Εχθρός δεν υπήρχε πουθενά, αλλά μια γενικευμένη ανταρσία με προτεστάντη τον Αquarius είχε ξεκινήσει να εξελίσσεται και στο πλευρό του φαινόταν να είχαν ταχτεί περίπου στους σαράντα ναύτες κι ο ένας υπασπιστής του καπετάνιου και  δεξί χέρι του Αquarius. Οι νυχτερινοί φύλακες ήταν ήδη δεμένοι χειροπόδαρα στο κατάστρωμα από τους άντρες του Αquarius και απέναντί τους εμφανίστηκε ξεπροβάλλοντας ο καπετάνιος τρεχάμενος με το σπαθί του έξω να προσπαθεί να ανασυνταχθεί μαζί με τον Willy και κάπου ογδόντα πέντε ακόμα πειρατές που συγκεντρώνονταν κι αυτοί ο ένας μετά τον άλλο.  Ο αιφνιδιασμός που προσπαθούσε ο Αquarius φαίνεται να μην είχε έρθει.  Ακολούθησα κι εγώ μην μπορώντας να καταλάβω που τελικά θα οδηγούσε όλο αυτό το τρελό ξημέρωμα.  Δεν είχα καν οπλισμό πάνω μου, δεν είχα καν την απαιτούμενη εκπαίδευση και αν τελικά θα έβρισκα όπλα, αν θα κατάφερνα και πάλι κάτι.  Αυτήν την ώρα ο εχθρός είναι ο ίδιος μας ο εαυτός.  Αδέλφια εναντίον αδελφών, στον ίδιο κοινό αγώνα, που τώρα πλέον διαφαινόμενοι άσπονδοι εχθροί.  Τα σπαθιά γυάλισαν στο ημίφως και ο Αquarius ήχησε με μια δυνατή κραυγή την έναρξη της επίθεσης, παρά το ότι δεν είχε το αριθμητικό πλεονέκτημα.  Στο κατάστρωμα επικράτησε ένας πανζουρλισμός από ιαχές και κατάρες και τον ήχο των σπαθιών, που άρχισαν να συγκρούονται και να βγάζουν μικρούς σπινθήρες και λάμψεις.  Εγώ αποσβολωμένος, απλά να κοιτάζω μην ξέροντας τι να κάνω.  Η μάχη πλέον είχε ξεφύγει από τα όρια της λογικής και τον Αquarius να μάχεται σαν λιοντάρι στριμωγμένο.  Η αριθμητική  υπεροχή ήταν άλλωστε εις βάρος του.  Αλλά και ο καπετάνιος μαζί με τον Willy έπαιζαν το κύρος του καραβιού σε μια σκακιέρα που φαίνεται να μην υπολόγιζε απώλειες. Όπως ξεκίνησε έτσι και ξαφνικά τελείωσε, σχεδόν μόνος του ο Αquarius με δέκα δικούς του ναύτες ζωντανούς, αποδέχτηκε την μοιραία του ήττα. Σχεδόν αφοπλισμένος και με τους άντρες του να είναι πλέον χειροπόδαρα δεμένοι, ο καπετάνιος στάθηκε μπροστά του ψελλίζοντας μερικές λέξεις "Ήσουν αδερφός μου Αquarius, δεν στο συγχωρώ"  και τράβηξε την λαβή από το σπαθί του και με μιας του έκοψε το κεφάλι.  Αποκόβοντάς το από το λαιμό, το αίμα άρχισε να αναβλύζει σαν ένα μικρό συντριβάνι από την βάση του και το κεφάλι με τα πυκνά μούσια και τα σγουρά μαλλιά έπεσε πάνω στο κατάστρωμα, φέρνοντας αρκετές στροφές σαν μια μικρή στρογγυλή μπάλα.  Το σώμα του πλέον άψυχο και ακίνητο.  Εγώ βίωνα τα πιο περίεργα συναισθήματα κι ο καπετάνιος άρχισε να φωνάζει "Πάρτε τους προτεστάντες στα μπουντρούμια."   
Μερικοί ναύτες άρχισαν να σπρώχνουν τους πρώην συντρόφους τους προς τα χαμηλότερα καταστρώματα.  Ο μόνος που έμεινε στο κατάστρωμα ήταν ο υπασπιστής του πεθαμένου Αquarius. Ο καπετάνιος τον κοίταξε με αρκετό μίσος.  "Για σένα έχω καλύτερα σχέδια.  
Δεμένος κι εκείνος πλέον, απλά περίμενε την προδιαγεγραμμένη του μοίρα. Δεν πέρασε πολύ ώρα όταν και με πλησίασε ο Willy.
"Barontheng πάρε εκείνο τον κουβά και γέμισέ το θαλασσινό νερό.  Να φύγει από αυτό το καράβι το βρώμικο κι ακάθαρτο αίμα των προδοτών."
Με προσπέρασε, καταλαβαίνοντας ότι είχα ταραχθεί και χωρίς να γυρίσει το κεφάλι του συνέχισε να μου μιλά.
"Δεν είναι τίποτα γιε μου, με τον καιρό θα καταλάβεις.  Κάνε την εργασία που σου είπα και ξεφορτώσου κι αυτά τα πτώματα από το κατάστρωμα."
Έφυγε με τις πρώτες ζεστές ηλιακές ακτίνες να πέφτουν στο πρόσωπό μου. Προσπαθούσα να μην σκέφτομαι και να κάνω ό,τι θεωρούσα ότι ήταν μέρος της εργασίας μου.  Έτσι κι έδεσα ένα μακρύ σχοινί στην άκρη του κουβά και τον πέταξα στα βαθιά νερά της θάλασσας.  Τον τράβηξα μετά από λίγο πάνω, με το βάρος του να μοιάζει δύσκολο.  Μια μικρή έκπληξη με περίμενε.  Μέσα στον κουβά μια μικρή σαρδέλα είχε παγιδευτεί.  Δεν έδωσα και πολύ μεγάλη βάση, μέχρι που έριξα τον κουβά με το νερό στο ξύλινο ματωμένο κατάστρωμα.  Το ψάρι άρχισε να σπαρταράει και τα μάτια του, ήταν σαν να με εκλιπαρούσαν για την σωτηρία του.  Ανοιγόκλεινε το στόμα του σαν να ήθελε να μου μιλήσει και το σπαρτάρισμά του δείγμα της θελήσεως για επιβίωση. Το κράτησα στα χέρια μου για λίγο.  Ήξερα πως δεν έπρεπε να είναι κι αυτό ένα ακόμα θύμα μιας παραλογίας.  Το έβαλα πάλι μέσα στον κουβά και τον ξαναπέταξα στην θάλασσα.  Αυτή την φορά που τον ανέβασα δεν ήταν μέσα.  Ήμουν σίγουρος, ότι κάπου εκεί μέσα στα παγωμένα νερά του ωκεανού θα μου χαμογελούσε γι' αρκετό καιρό με ευγνωμοσύνη. Δεν θα είχα πολύ χρόνο στην διάθεσή μου, γιατί ο ήλιος αν ανέβαινε  ψηλά θα γινόταν αφόρητος και η οσμή των πτωμάτων θα έφερνε νέα προβλήματα.  Άρχισα ένα ένα, να τα πετώ στο νερό.  Οι πρώην πειρατές πλέον θα βρισκόντουσαν στο οικείο σπίτι τους που δεν ήταν άλλο από την θάλασσα.. 

Πέρασε κάμποση ώρα όταν και είδα παφλασμούς στα νερά, ήταν ο γκρίζος καρχαρίας,  αλλά δεν ήταν μόνος του σήμερα.  Σχεδόν μια αγέλη από αυτούς, είχαν αρχίσει να τσακώνονται για το μερίδιο του φαγητού που τους είχα πετάξει απλόχερα.  Τριάντα πέντε ολόκληρα πτώματα.  Τρέφονταν από τις ίδιες μας τις σάρκες αυτά τα ψάρια, διατροφικό μέρος μιας αλυσίδας που πάντα θα μπορεί να κινεί αυτήν την γη. Ένας ναύτης εμφανίστηκε ξαφνικά και πήρε από το έδαφος το κομμένο κεφάλι του Αquarius.  Τον είδα να απομακρύνεται και να ανεβαίνει στην εναέρια σκάλα που οδηγεί ψηλά στο κατάρτι.  Φτάνοντας στην κορυφή του, κρέμασε το κεφάλι του Αquarius στο πιο ψηλό σημείο,  πιθανόν ως φόβητρο και υπενθύμιση της ανταρσίας για παραδειγματισμό σε όλους τους υπόλοιπους ναύτες. Είχα τελειώσει την μακάβρια εργασία μου, όταν ήχησε το κέρας για την έναρξη του φαγητού.  Πλέον τα πάντα γυάλιζαν γύρω μου από καθαριότητα, φαινόταν να έχω κάνει καλή δουλειά.  Ξεκίνησα για το μαγειρείο, όταν και τελικά στο πιάτο μπήκε η πιο μικρή ποσότητα φαγητού που είχαμε φάει ως τώρα.  Μια διάχυτη γκρίνια στο πλήρωμα είχε αρχίσει και πάλι να ξεσπά, ψίθυροι ακουγόντουσαν σχεδόν από όλους.  Βρήκα τον μεσήλικα πειρατή με το καλυμμένο μάτι εκεί κοντά και κάθισα δίπλα του, προσπαθώντας να του πιάσω την κουβέντα.
"Τι μέρα και αυτή" γύρισε και με κοίταξε καχύποπτα.  Όλοι πλέον φαίνονταν να φοβούνται ο ένας τον άλλο.
"Ναι, δύσκολη, ίσως όμως ο Aquarious να είχε και δίκιο."  
Δεν καταλάβαινα τι εννοούσε.  Ο συλλογισμός του φαινόταν αινιγματικός.
"Γιατί, το λες αυτό;"
"Γιατί απλά, σε λίγο δεν θα έχουμε ούτε να φάμε.  Η λάθος πορεία που χάραξε ο καπετάνιος στο καράβι θα μας φέρει στο πρόθυρα της λιμοκτονίας."
"Ίσως έχεις και δίκιο, αλλά ας δείξουμε εμπιστοσύνη στην κρίση του."
Ανασηκώθηκα κι έφυγα από το τραπέζι. Κατηφόρισα τις σκάλες προς την γωνιά μου για να ξαπλώσω. Το απόγευμα το κέρας άρχισε να ξανά ηχεί. Τι να ήταν πάλι αυτό; 
Κάποιος φώναξε:  "Ο καπετάνιος μας θέλει όλους στο κατάστρωμα!"
Σηκώθηκα σχεδόν μεσόκοπος και σιγά σιγά ανέβηκα αργά τα σκαλιά.  Έξω από την μπουκαπόρτα υπήρχε κινητικότητα.  Ο καπετάνιος στεκόταν όρθιος στην μέση του καταστρώματος, το πλήρωμα είχε αρχίσει να παρατάσσεται σε μια μακριά σειρά και ο Willy ρύθμιζε τις τελευταίες λεπτομέρειες.  Δεν πέρασε ούτε ένα λεπτό και πάνω στο κατάστρωμα δύο ναύτες έφεραν τον αιχμάλωτο πλέον υπασπιστή του Aquarious.
"Σήμερα, όλοι βιώσαμε την μεγάλη υποχθόνια εξέγερση κατά των εντολών και διαταγών που είχα δώσει.  Όσοι νομίζουν, ότι δεν συμφωνούν μπορούν να αποχωρίσουν στο πρώτο λιμάνι που θα βρούμε.  Μέχρι τότε, όλοι θα σέβεστε τις διαταγές, που είναι για το καλό αυτού του πλοίου.  Όσοι δεν το πράττουν θα έχουν την τύχη αυτών των ανδρών."
Ακριβώς πίσω από τον καπετάνιο είχε στηθεί μια μεγάλη σανίδα, μακριά, που ξεκίναγε σχεδόν από την μέση του καταστρώματος και κατέληγε δύο μέτρα έξω από το καράβι.
" Έδωσα χάρη στους ζωντανούς υποστηρικτές του Aquarious, γιατί απλά ήταν υποκινούμενοι κάτω από τις εντολές του.  Δεν θα ανεχτώ, όμως, κανένα άλλο παραστράτημα.  Θα πληρώσουν όσοι είναι πραγματικά υπεύθυνοι."
Με αυτά τα λόγια κούνησε το χέρι του, κάνοντας νεύμα στο να ξεκινήσει η εκτέλεση μιας ακόμα εντολής.  Ο  υπασπιστής είχε δεμένα τα μάτια και τα χέρια.  Μόνο τα πόδια ήταν λυτά.  Με περίσσιο ηρωισμό ακολουθούσε την τύχη του, στον μονόδρομο που πλέον δεν έβγαζε πουθενά, παρά μόνο στον θάνατο. Έφτασε στην άκρη της σανίδας και μετά μια μικρή ταλάντευση, είχε πλέον φύγει και αυτός από το καράβι χωρίς να πει μια λέξη.  Τα σκουρόχρωμα γκρίζα νερά της θάλασσας είχαν κερδίσει πλούσιο φόρο αίματος. 

18 Μαιού 1814.  Ακόμα μία μέρα δίχως αύριο.  Η πείνα πάνω στο καράβι είχε αρχίσει να μας θερίζει, η απόλυτη γκρίνια του πληρώματος έχει αρχίσει να φτάνει στα όρια της  και διαφαινόταν πως κυκλοφορούσε ανάμεσά μας μια ασθένεια.  Γαστρεντερίτιδα είπε ο ένας και μοναδικός γιατρός που διαθέταμε.  Ο ένας μετά τον άλλο κόλλαγε και την παλεύαμε όλο και πιο δύσκολα.  Με εντολή του καπετάνιου οι δουλειές του καραβιού είχαν μειωθεί στο μισό για επιπλέον εξοικονόμηση ενέργειας, αλλά αυτό από μόνο του σίγουρα δεν θα κατάφερνε πολλά.  Πάνε σχεδόν δύο μήνες και το μόνο που βλέπαμε μπροστά μας ήταν μια απέραντη θάλασσα και τίποτα άλλο.  Ούτε ξηρά, αλλά ούτε και καράβι.  Πολλές φορές ένιωθα εκείνο το κεφάλι του Aquarious να μιλάει από εκεί πάνω,  να ψελλίζει κάτι σαν "Αφάνισε και κατέστρεψε την πόλη σου".   Ο ήχος του ακόμα και τώρα αντηχεί στ΄ αυτιά μου.  Δεν ξέρω καν αν είναι κατάρες.  Η τρέλα μπορεί να φτάνει στα όρια της, αλλά η σήψη του έχει πλέον επέλθει και περισσότερο μπορεί να τρομάζει τα πουλιά παρά όλους εμάς. Φαίνεται πως έχω γίνει πιο σκληρός.  Οι συνθήκες διαβίωσης αλλάζουν και τους πιο ήρεμους χαρακτήρες. Κοίταξα μια χαλασμένη πυξίδα που μου είχε δώσει ένας από τους άντρες του Aquarious.  Μερικές φορές σκεφτόμουν, ότι τελικά μπορεί να είχα και λάθος άποψη γι'αυτόν τον άντρα, αλλά δεν έχανα και την πίστη μου στον καπετάνιο.  Δεν μπορεί να είχε πέσει τόσο έξω. Όσο και αν την κοίταζα, αυτή άρχιζε να στριφογυρνά μία στην ανατολή και μια στην δύση.  Οι πιο παλιοί αναγνώριζαν τα σημάδια των θαλασσών και έβλεπαν και την ώρα από τα σημεία των καιρών, αλλά εγώ ακόμα δεν είχα ούτε την εμπειρία της μάχης.  Ένιωθα, ότι κάτι μου χάλαγε την απογευματινή ηρεμία.  Άκουγα φωνές από την πλώρη.  Ήταν ο ναύτης με το κομμένο πόδι.  Μια μέρα μου είχε πει την ιστορία του.  Το είχε χάσει κι αυτό μαζί με τα υπάρχοντά του στην ξηρά.  Η λεηλασία της βασιλείας δεν κάνει περιορισμούς, κλέβει τα πάντα γύρω από αυτήν.  Ο ναύτης συνέχιζε να ουρλιάζει, κοιτώντας μέσα από το αναδιπλούμενο μακρύ του κιάλι. 
"Καράβια στα τρεις χιλιάδες μέτρα.  Καράβια, καράβια!"
Στο κατάστρωμα άρχισε να επικρατεί μια νευρικότατη κίνηση, μα με χαμογελαστές ξεδοντιάρικες φάτσες.  Πλέον, όλοι ξέραμε ότι έφτανε η μεγάλη ώρα που περιμέναμε μέρες και μήνες τώρα.. Ο καπετάνιος ανέβηκε πάνω στο τιμόνι και άρχισε να μοιράζει διαταγές.
"Όρτσα τα πανιά και ετοιμάστε τους γάντζους!  Τα σχοινιά να είναι έτοιμα για αποβίβαση! Εβδομήντα πέντε άντρες στα κανόνια, και οι υπόλοιποι στα σπαθιά σας και στα κουμπούρια σας!" 
Η απόσταση με τα εμπορικά πλοιάρια μειωνόταν συνεχώς.  Το σκάφος μας ήταν καθαρά πολεμικό και με μεγάλη ισχύ.  Τα δύο καταστρώματά μας με τα εβδομήντα κανόνια, τριάντα πέντε αριστερά και τριάντα πέντε δεξιά, μπορούσαν να συνθλίψουν οποιοδήποτε ξύλινο σκαρί.  Ήμασταν μια θαλάσσια ναυαρχίδα που θα ζήλευαν και οι καλύτερες χώρες.  Ίσως να χάναμε ελαφρώς στην ταχύτητα, λόγω βάρους των πολλών κανονιών  που κουβαλούσαμε, αλλά δεν θα μπορούσαν να ξεφύγουν εύκολα από την στιγμή που έμπαιναν στο στόχαστρό μας. Φαινόταν να μην μας έχουν αντιληφθεί.  Ο καπετάνιος έχει κατεβάσει και την σημαία, γιατί ήθελε ο αιφνιδιασμός να είναι ολοκληρωτικός.  Σχεδόν όλοι ναύτες κι εγώ μαζί εργαζόμασταν με κόπο και πίστη, για να φτάσουμε όσο πιο γρήγορα και κοντά στα καράβια που έμοιαζαν με την σωτηρία της επιβίωσής μας. Δεν ήξερα καν τι μπορεί να κουβάλαγαν.  Ήλπιζα όμως, πως η τύχη θα μας χαμογελούσε αφού τόσο καιρό μας γυρνούσε ερμητικά τη πλάτη της. Όσο πλησιάζαμε, τα πλεούμενα  άρχισαν να παίρνουν μορφή.  Έμοιαζαν με μεγάλες γαλέρες φορτωμένες ως επάνω.  Διέθεταν κι αυτές κανόνια, αλλά όχι παραπάνω από δύο συστοιχίες των οκτώ κανονιών ανά σειρά.  Ναύτες δεν φαίνονταν πουθενά.  Ίσως τελικά να τους αιφνιδιάζαμε ακόμα πιο εύκολα, σκέφτηκα.  Πλέον η απόστασή μας δεν ήταν παρά πενήντα μέτρα από το τελευταίο καράβι και πλησιάζαμε με καλή ταχύτητα σε σχέση με τα επτά που έπλεαν. 
Η φωνή του καπετάνιου ήχησε, δίνοντας και την εντολή:  "Σηκώστε την μαύρη σημαία!" 
Η σημαία μας άρχισε να κυματίζει ψηλά και έμοιαζε φόβητρο στην θέα της νεκροκεφαλής με τα χιαστί κόκκαλα, ακόμα και για μας τους ίδιους.  Δεν άργησα να ακούσω τις πρώτες κραυγές από τον φρουρό του ενός εμπορικού που μας είχε πλέον δει, αλλά ήταν γι' αυτούς αργά.  Ήμασταν ήδη εκεί.  Οι  λέξεις του ηχούσαν μέσα στα αυτιά μου. "Πειρατές, πειρατές!" άρχισε να ουρλιάζει από τρόμο.  Ο καπετάνιος φάνηκε να κάνει προσπέραση στο τελευταίο πλεούμενο και πριν το προσπεράσει έδωσε την εντολή για τα δεξιά κανόνια:  "Πυρ!"Μια ομοβροντία από καυτές σφαιρικές μπάλες αντήχησαν στον απογευματινό ουρανό, τεράστια κομμάτια ξύλου από το απέναντι καράβι πετάχτηκαν στον αέρα και κραυγές ακουγόντουσαν από παντού.  Η διάτρηση του πρώτου πλεούμενου σχεδόν το ακινητοποίησε.  Η καταστροφή έμοιαζε ολοκληρωτική.  Άρχισε να πετάει μαύρους καπνούς, αλλά ο καπετάνιος συνέχιζε την πορεία του σκάφους μας χωρίς να κόβει ταχύτητα. Ο αιφνιδιασμός μας δεν μπορούσε να διαρκέσει πολύ.  Το επόμενο καράβι δεν ήταν μακριά, αλλά μας είχαν πλέον δει και ακούσει και τα υπόλοιπα έξι εμπορικά καράβια. Φτάσαμε στο δεύτερο μέσα σε ελάχιστα δράμια του χρόνου.  Πλήθος κόσμου πάνω στο κατάστρωμα να τρέχει αριστερά και δεξιά, βγάζοντας φωνές απελπισίας και μίσους.  
Η δεύτερη εντολή του καπετάνιου ήταν σαφής και αμετάλλακτη: "Άααντρεες Πυυυρ!"
Ακόμη περισσότερο καυτό στρογγυλό ατσάλι εξαπολύθηκε στην απέναντι πλευρά.  Η απόστασή μας από τα πλευρά του πλοίου δεν ήταν μακρινή.  Ήταν αδύνατον να αστοχήσουμε.  Το είχαμε κτυπήσει στην πρύμνη και σχεδόν έμοιαζε ότι θα αποκολληθεί, αλλά ακόμα βάσταγε, χωρίς να συμπαρασύρεται στο βυθό της θάλασσας.  
Η πορεία μας συνέχιζε ακάθεκτη με σταθερή πορεία και ρυθμό.  Πίσω μας το τοπίο φαινόταν να αλλάζει από τα δύο φλεγόμενα καράβια, όπως όμως και η τακτική των μπροστινών εμπορικών.  Άλλαξαν γρήγορα  πορεία, με το πρώτο να συγκλίνει αριστερά και το άλλο δεξιά.  Το πέμπτο συνέχισε μια ευθεία πορεία, ενώ το τρίτο έστριψε σχεδόν ολόκληρο το τιμόνι του για να μας αποκόψει την ταχύτητα.  Προσπαθούσαν να μας συμπαρασύρουν σε μια κυκλική παγίδα θανάτου,  που όλο και κλείνει, με στόχο την περικύκλωσή μας.  Προσπαθούσαν να έχουν μια καλύτερη θέση για τα δικά τους κανόνια. Ο καπετάνιος προσπαθούσε να κάνει έναν ελιγμό για να μπορέσει να αποφύγει το τέταρτο καράβι, που σχεδόν στεκόταν μερικές εκατοντάδες μέτρα μπροστά μας, κάθετα.  Ήμασταν σε μια πορεία εφιαλτική προς τον δρόμο για μια μοιραία σύγκρουση.  Το πέμπτο καράβι κατόρθωσε και πέρασε από το πλάι του τέταρτου, συνεχίζοντας μια ευθεία πορεία, ενώ τα δύο πρώτα είχαν αντίθετη παράλληλη κατεύθυνση κι  ανάποδα από εμάς.  Σχεδόν μας είχαν πλαγιοκοπήσει, προσπαθώντας να βρουν την σωστή ευθεία. Μας χώριζε μια απόσταση των πεντήντα μέτρων.  Χωρίς να μειώσουν την ταχύτητά τους, ο καπετάνιος σχεδόν ουρλιάζοντας φώναξε: "Πυρ και στα δύο κάτω καταστρώματα!"  Εκεί δηλαδή, που βρίσκονταν τα κανόνια μας, ενώ άφησε το καράβι να συνεχίζει μιαν ευθεία για να μην χάσει την πορεία των δύο αντίθετων καραβιών.  Αλλά με αυτό δεν οδηγούσε πουθενά αλλού, παρά μόνο στον καράβι που μας έκλεινε τον δρόμο.  Σχεδόν ταυτόχρονα ακούστηκαν τέσσερις εκρήξεις, ήχος κανονιών από τα δύο παράπλευρα εχθρικά καράβια και από τα δικά μας εβδομήντα κανόνια που τράνταζαν σχεδόν ολόκληρη την θάλασσα.  Ένα τρομερό φράγμα πυρός σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, και δύο τεράστιες φωτιές ταυτόχρονες, συνοδευόμενες με ουρλιαχτά, ξεπρόβαλαν στα δύο αντίπαλα καράβια.  Εγώ έπεσα κάτω, όταν και το δικό μας καράβι σχεδόν ανασηκώθηκε από το νερό και άρχισε να καπνίζει στο πίσω μέρος.  Μας είχαν κτυπήσει και το χειρότερο ακόμα δεν είχε έρθει.  Μετά βίας ο καπετάνιος πάλευε με με το τιμόνι, να το στρίψει όλο αριστερά φωνάζοντας "Όλοι στο πάνω κατάστρωμα!"  Οι δικοί μας ναύτες πειρατές με την καθοδήγηση του Willy, προσπαθούσαν να ανέβουν τα σκαλιά, φεύγοντας από τα κανόνια και να βρεθούν κοντά μας στο κατάστρωμα.  Σχεδόν, ο ένας έπεφτε πάνω στον άλλο, καθώς το καράβι κούναγε από την πλάγια κλίση που είχε δώσει ο καπετάνιος. 

Δεν πρόλαβα να καταλάβω πολλά,  Όταν η σύγκρουσή μας με το κάθετο καράβι ήταν πλέον γεγονός κι εγώ σχεδόν εκσφενδονισμένος, είχα κτυπήσει το κεφάλι μου στο κατάρτι.  Το μόνο που άκουγα ήταν φωνές, κραυγές, λάμψεις από φωτιά και οι αισθήσεις μου σχεδόν χαμένες, με μια φρικτή ζαλάδα, που με έκανε να μην μπορώ να κουνηθώ από εκεί που ήμουν.  Δεν γνωρίζω πόση ώρα έμεινα κάτω, αλλά όταν άνοιξα και πάλι τα μάτια μου στο καράβι επάνω επικρατούσε το απόλυτο χάος.  Παντού άνδρες με σπαθιά μαχόμενοι για την επιβίωσή τους.  Ο εχθρός είχε περάσει πάνω στο δικό μας καράβι και η μάχη σώμα με σώμα ήταν πλέον γεγονός και μονόδρομος.  Δίπλα μου ακριβώς τρία πτώματα.  Ενός πειρατή που δεν τον ήξερα και δύο άλλα μάλλον Άγγλων στρατιωτών. Σηκώθηκα με το ένστικτο του απελπισμένου δολοφόνου και άρπαξα από τους ήδη νεκρούς τα όπλα τους.  Μια κραυγή ξωπίσω μου ακούστηκε και ίσα που πρόλαβα και γύρισα το κεφάλι μου να δω να έρχεται καταπάνω μου ένας μάλλον Άγγλος, με το σπαθί του στο χέρι κραυγάζοντας το τέλος μου. Ασυναίσθητα το χέρι μου πίεσε την σκανδάλη και ο ήχος της σφαίρας ακούστηκε καθώς διαπέρασε το κεφάλι του.  Ένας πίδακας αίματος ξεχύθηκε και με έλουσε παντού.  Πέφτοντας κι αυτός εμπρός στα πόδια μου νεκρός, δεν υπήρχαν πλέον σκέψεις παρά μόνο επιβίωση. Στο βάθος της γέφυρας ο καπετάνιος στριμωγμένος από τρεις άντρες του εχθρού να μάχεται για το χωρίς αύριο. Σηκώθηκα και χωρίς να  καταλάβω  τι πράττω, έσπευσα προς βοήθειά του.    Το δεύτερο πιστόλι που κρατούσα δεν ήξερα καν αν είναι γεμάτο, αλλά σχεδόν εξ' επαφής πάτησα και πάλι την σκανδάλη και ο ένας από τους τρεις σωριάζεται και αυτός εμπρός στο τιμόνι του καραβιού μας.  Ο αιφνιδιασμός και ο τρόμος των άλλων δύο που βρέθηκα πίσω τους, ήταν γραμμένος μέσα στα μάτια τους. Το σπαθί στο αριστερό μου χέρι ήταν αυτό, που χωρίς δισταγμό πέρασε με μιας από το σώμα του ενός, ενώ ο τρίτος εξολοθρεύτηκε δι΄ αποκεφαλισμού από τον καπετάνιο.  Ήμουν όλος μέσα στο αίμα.  Μέσα σε πέντε λεπτά  από εκείνη την στιγμή, η μάχη είχε τελειώσει κι εγώ είχα αλλάξει πλέον για πάντα. Ένιωθα, ότι κάτι πέθανε μέσα μου και κάποιος άλλος τώρα είχε έρθει στην θέση μου. Σε όλο το κατάστρωμα σπαρμένα παντού πτώματα.  Κραυγές πόνου  από άντρες που ακόμα ξεψυχούσαν.  Δεν υπήρχε σωτηρία, δεν υπήρχε όπως φαίνεται ούτε και θεός σε αυτό το μέρος.  Ο καπετάνιος με κοίταξε με ένα βλέμμα ικανοποίησης, και άρχισε και πάλι να μοιράζει εντολές, σε όσους ακόμα στέκονταν όρθιοι.  "Σκουπίστε αυτό το χάλι που έκανε ο εχθρός!  Μαζέψτε και όσους αιχμαλώτους υπάρχουν ζωντανοί.  Τους θέλω όλους σε δέκα λεπτά μαζεμένους εδώ!"  
Εβδομήντα σχεδόν ζωντανοί νεκροί αιχμάλωτοι, στάθηκαν μπροστά στον καπετάνιο.  Οι απώλειες και οι δικές μας ήταν τρομακτικές.  Περίπου εκατό πειρατές δεν υπήρχαν πια.  Κείτονταν νεκροί πάνω στο πλοίο που υπηρετούσαν τόσο καιρό.  Δεν πρέπει να είχαμε απομείνει και παραπάνω από πενήντα.  Ο καπετάνιος διέταξε τους άνδρες του εχθρού να αρχίσουν να αδειάζουν τα πρώην καράβια τους και να μεταφέρουν ό,τι εμπόρευμα είχαν στο δικό μας.  Κοντοστάθηκε πάλι σε μένα, κοιτάζοντας με πάλι αινιγματικά.
"Barontheng σε ορίζω επιτηρητή των αιχμαλώτων,  μαζί με επτά ακόμα δικούς μας.  Αν παραστρατήσει κάποιος από τον εχθρό, απλά τον σκοτώνεις."
Έφυγε προς τα πίσω για να ελέγξει και τις ζημιές του καραβιού μας. Πέρασαν σχεδόν τρεις ώρες όταν οι αιχμάλωτοι, αποκαμωμένοι, είχαν φορτώσει τα αμπάρια μας με πολύτιμο φαγητό -μπανάνες, σιτάρια, πούρα, κρέας, ρούμι- αλλά και χρυσάφι, μεταξωτά υφάσματα και πολλά λογής χρήσιμα αντικείμενα.  Άλλοι δικοί μας πλιατσικολογούσαν τα πιο κάτω καράβια με μια βάρκα που είχαν κατεβάσει, φέρνοντας και από εκείνα πολύτιμο φορτίο.  Τίποτα δεν θα άφηνε χαμένο για τον βυθό ο καπετάνιος. 
Είχε βραδιάσει πλέον, όταν μου έδωσε εντολή να τους ξαναμαζέψω όλους στο κατάστρωμα.  Άρχισε να τους μιλάει, ενώ όλοι τους έδειχναν κάτι περισσότερο από φόβο.  Έδειχναν τον τρόμο μέσα στα μάτια τους.  "Είστε εχθροί της πειρατείας και της ελευθερίας.  Θα σας δώσω όμως μιαν ευκαιρία σωτηρίας.  Θα ξαναπάτε στα καράβια σας κι εκεί θα μείνετε μέχρι να σας βρουν οι δικοί σας"
Οι άνδρες αποχώρησαν από το καράβι μας και ο καπετάνιος έδωσε εντολή για την αναχώρησή μας.  Άντεχε δεν άντεχε από τις ζημιές που είχε.   
Η θάλασσα είχε άπνοια, αλλά φυσούσε αέρας, διώχνοντας και την μυρωδιά του αίματος και του καμένου ξύλου.  Το πλοίο μας άρχισε, αργά αλλά σταθερά, να απομακρύνεται όταν και ο καπετάνιος είπε σε είκοσι ναύτες να κατέβουν στα κανόνια. Απομακρυνθήκαμε καμιά εκατοστί μέτρα, όταν ακούστηκε η εντολή: "Πυρ!  Καταστρέψτε ό,τι είναι στην επιφάνεια της θάλασσας!"
Τα κανόνια μας άρχισαν και πάλι να βαρούν και τα εναπομείναντα κουφάρια των εχθρικών καραβιών τυλίχτηκαν όλα στις φλόγες, μαζί με τις κραυγές των αιχμαλώτων, που και αυτοί φαινόταν πως θα γίνουν μέρος αυτού του υγρού τάφου.


Έξι από τα επτά καράβια που είχαμε βρει πλέον αποτελούσαν την λεία του DEATHSHIP. Ίσως θα έπρεπε να ήμουν χαρούμενος.  Το καράβι στο οποίο έδωσα  όνομα, πλέον έγραφε την δικιά του ιστορία, αιματοκυλισμένη και βαμμένη με το πιο κόκκινο χρώμα που θα μπορούσα να του έχω δώσει. Δεν είχα διάθεση πλέον για τίποτα.  Όλοι γιόρταζαν πάνω στο καράβι για την μεγάλη επιτυχία. Ο καπετάνιος έδωσε διαταγή στον μάγειρα να φτιάξει την πιο πλούσια μερίδα με αρκετό κρέας. Η μποτίλιες με το ρούμι πλέον ήταν σε αφθονία και σχεδόν όλοι μετά από δύο ώρες ήταν μεθυσμένοι και κοιμόντουσαν. Ο ύπνος άρχισε να πιάνει και μένα, παρά την υπερένταση που είχα.  Όλα γύριζαν στο κεφάλι μου σαν ένας εφιάλτης.  Ήξερα πως θα συνηθίσω, ήξερα πως όλα μπορεί να είναι αλλιώς γιατί ακόμα έψαχνα να βρω εμένα. 
9 Μαϊου 1813. Το ξημέρωμα σχεδόν με βρήκε με ένα πτώμα αγκαλιά.  Είχα ξαπλώσει πάνω του και ήμουν στο κατάστρωμα.  Ο ήχος από το κέρας δεν ήχησε ποτέ.  Ήταν ο νεκρός ναύτης που στεκόταν δίπλα μου.  Άρχισαν δάκρυα  να κυλούν στα μάτια μου  και σηκώθηκα όρθιος.  Φαινόταν να μην έχει ξυπνήσει κανένας στο καράβι.  Ο  ήλιος όμως είχε πλέον σηκωθεί.  Ένα κοχύλι παραδίπλα πεταμένο όμορφο, με μια δικιά του λάμψη  και το κράτησα στα χέρια μου για λίγο, ώσπου τελικά αποφάσισα πως θα το κρατήσω για να μου θυμίζει αυτή την μέρα.  Έπρεπε να ξεφορτωθώ αυτά τα πτώματα.  Άρχισα σιγά σιγά να τα πετάω στην θάλασσα ένα  ένα.  Πέρασε καμιά ώρα όταν είχα ξεφορτωθεί περίπου τα μισά και άκουσα την μπουκαπόρτα να ανοίγει.  Ήταν ο Willy που και πάλι χασμουριόταν σαν λιοντάρι.
"Barontheng τι κάνεις εκεί;  Έμαθα τα κατορθώματά σου τα χθεσινά" είπε, έχοντας ένα πλατύ χαμόγελο και, γελώντας σαν μικρό παιδί που δεν καταλάβαινε το τοπίο με τα σπαρμένα πτώματα που έβλεπε ολόγυρα του, συνέχισε:
"Χα χα χα!   Το ήξερα ότι θα ήσουν αντάξιος του ονόματος που σου έδωσα.  Άστην αυτή τη δουλειά,  δεν είναι πλέον για σένα.  Σε θέλει ο καπετάνιος στο αμπάρι του."  
Ψυχρό αίμα και ο Willy σκέφτηκα.  Ίσως τελικά να ήμουν εγώ ο υπερευαίσθητος. Κατεβήκαμε μαζί τις σκάλες και δείχνοντας μου και πάλι τον δρόμο Willy κτύπησε και πάλι δύο φορές το χρυσό χερούλι της πόρτας, την άνοιξε και μπήκα. Πήγαινα πλέον με άλλες συνθήκες στον άρχοντα του καραβιού, Αυτή την φορά ο καπετάνιος καθόταν πίσω από ένα ξύλινο γραφείο, καπνίζοντας ένα πούρο από τα κλοπιμαία που τόσο μοχθήσαμε να αποκτήσουμε.  Με κοίταξε χαμογελώντας, ενώ ο Piki καθόταν στην θέση του -αν και φαινόταν τρομαγμένος από την χθεσινή βραδιά.  Ο καπετάνιος σηκώθηκε όρθιος και μου πρόσφερε ένα πούρο,  βάζοντας ταυτόχρονα σε δύο ποτήρια ρούμι να πιούμε. 
"Barontheng με έχεις εντυπωσιάσει με την συμπεριφορά σου στο καράβι.  Είσαι εξαίρετος ναύτης και μπορείς να γίνεις και μεγάλος θαλασσόλυκος."  Σταμάτησε να μιλά όταν  η πόρτα ξανακτύπησε δύο φορές, 
"Εμπρός" είπε.  Η φωνή του καπετάνιου ήταν πάντα βροντερή, αρκετά διαπεραστική ακόμα και αν σου μιλούσε ήρεμα. Άνοιξε η πόρτα και μέσα μπήκε ο μεσήλικας πειρατής με το καλυμμένο μάτι.  Πιάσανε ένα μικρό ψιθυριστό μονόλογο, ενώ εγώ άρχισα να χαϊδεύω τον Piki που έδειχνε να συνέρχεται από την τρομάρα που είχε περάσει, απολαμβάνοντας τα λίγα χάδια μου.  Δεν έδινα βάση στα λεγόμενα τους  και το μόνο που άκουσα  ήταν ότι έπρεπε να πιάσουμε στεριά. Ο μεσήλικας όπως μπήκε, έτσι και έφυγε.  Κλείνοντας την πόρτα, ο καπετάνιος έπιασε πάλι το ποτήρι και το σήκωσε ψηλά. 
"Εμπρός Barontheng, στην υγεία του θεού πολέμου, της δόξας, στα πλούτη που θα μας κρατούν για πάντα ελεύθερους, σ' αυτούς τους σκλαβωμένους τόπους." 

Σήκωσα και εγώ το ποτήρι ψηλά και άρχισα να το πίνω.  Το ρούμι σχεδόν με έκαιγε ολόκληρο.  Μα, πώς στο καλό μπορούν και το πίνουν αυτό το πράγμα;   Πριν καλά καλά συνέλθω ο καπετάνιος βγάζει πάνω στο γραφείο έναν χάρτη. 
"Εδώ πρέπει να πάμε.  Αυτή είναι η πορεία μας, αλλά έχουμε ζημιές.  Θα πρέπει να πιάσουμε ξηρά,.να αδειάσουμε τα αμπάρια και να χαράξουμε τη νέα μας πορεία"
Ο χάρτης ήταν πολύ περίεργος, με ατσούμπαλες γραμμώσεις και συντεταγμένες.  Δεν καταλάβαινα τίποτα πάνω του πέρα από κάποια σημάδια, που μου έμοιαζαν οικεία,  περισσότερο στη φαντασία του μυαλού μου.  
"Ανέβα στο κατάστρωμα και φώναξέ μου τον Willy.  Πες και στους ναύτες ότι τους θέλω όλους μαζεμένους."
 Έφυγα και πάλι με ανάμικτα συναισθήματα από το γραφείο του, κρατώντας στο χέρι μου το τυχερό για μένα κοχύλι που είχα βρει.  Αυτός ο άνθρωπος σίγουρα είχε την ικανότητα να σε μαγεύει και να σε σκορπά ταυτόχρονα.  Όσους έβρισκα μπροστά μου τους έλεγα να ανέβουν.  Δεν άργησα κι εγώ να φτάσω πάνω.  Ο Willy όμως δεν ήταν πουθενά.  Τα πτώματα είχαν εξαφανιστεί.  Κάποιος είχε κάνει την δικιά μου δουλειά. Η ώρα πέρναγε και τελικά τα πράγματα ήταν ακόμα χειρότερα από όσο νόμιζα.  Το προσωπικό του καραβιού δεν ήταν παρά σαράντα δύο άντρες πλήρωμα.  Αυτοί είχαμε απομείνει όλοι κι όλοι.   Οι ζημιές στο φως της μέρας φαίνονται ακόμα πιο πολύ.  Το μπροστινό μας μέρος έχει σπάσει σε δύο κύρια σημεία, αλλά ακόμα κράταγε.  Στο πίσω μέρος φαίνονταν οι μεγάλες τρύπες των κανονιών που μας είχαν βρει.  Σε κάποια σημεία το ξύλο είχε καεί.  Η μυρωδιά του καμμένου βερνικιού μπορεί να σε μαστουρώσει ακόμα και ώρες μετά.  Στεκόμασταν στον ήλιο έως ότου  ξεπρόβαλε τελικά ο καπετάνιος με τον Willy μαζί. Ο Willy πήρε τον λόγο:
"Πειρατές, δώσαμε μια μεγάλη μάχη και βγήκαμε νικητές έναντι εχθρών που υπερτερούσαν.  Κάνατε αυτό το καράβι υπερήφανο και ένδοξο. Τα πλούτη που κερδίσαμε θα ανταμείψουν τους κόπους σας."
Μικρές ζητωκραυγές από τις λίγες πλέον ξεδοντιάρικες φάτσες που είχαμε απομείνει.  Ο μόνος που δεν ζητωκραυγάζει ήμουν εγώ, αλλά δεν μπορούσα όμως να μην νιώθω και μια  ικανοποίηση για όσα κερδίσαμε και πρώτα από όλα το φαγητό της επιβίωσής μας.  Τον λόγο πήρε ο καπετάνιος κάνοντας δυο βήματα εμπρός.
"Άντρες, είμαι χαρούμενος που σας έχω στο πλάι μου.  Με τέτοια πυγμή και θάρρος δεν έχουμε να φοβόμαστε τίποτα από τους εχθρούς της ξηράς. Σήμερα έχω την ανάγκη να σας γνωρίσω και έναν εξαίσιο άνδρα, που χάρη σε αυτόν, ίσως σήμερα να μην στεκόμασταν εδώ. Το όνομα που θα αναγγείλω θα είναι και ο νέος υπασπιστής στο δεξί χέρι του Willy και προσωπικός φρουρός δικός μου."
Μια μικρή νεκρική σιγή ακολούθησε για τα επόμενα δευτερόλεπτα.
"Barontheng, ένα βήμα μπροστά." 
Το άκουσμα του ονόματός μου μού έφερε χειρότερη ταραχή από την πρώτη φορά που είχα πάει στο γραφείο του.  Το κοχύλι μου έπεσε από το χέρι.  Ήμουν ο πλέον  ακατάλληλος για μια τέτοια θέση.  Κάνω ένα βήμα εμπρός.
"Αυτός είναι ο νέος υπασπιστής μας!"
"Ζήτω ο νέος μας υπασπιστής!" άκουσα ζητωκραυγές στο όνομά μου από τους λιγοστούς πειρατές.
"Είστε ελεύθεροι να γυρίστε στις εργασίες σας και εσύ Barontheng έλα μαζί μου."
Κατεβήκαμε στο κάτω κατάστρωμα, χωρίς ακόμα να καταλάβω τι έχει συμβεί.  Ο καπετάνιος προχώρησε κι έφτασε στην πόρτα με τους σκαλιστούς μεντεσέδες.  Άνοιξε την πόρτα και μου έκανε νεύμα να περάσω και εγώ.  Το χρυσάφι έλαμπε παντού γύρω μας, όπως την πρώτη φορά που το είχα δει.  Άρπαξε ένα μαργαριταρένιο κολιέ με κάμποσα χρυσά φλουριά και μου τα έδωσε.
"Αυτά είναι δικά σου.  Η τιμωρία σου όπως καταλαβαίνεις έχει λήξει.  Ακόμα πιο πολλά θα έχεις στο άμεσο μέλλον."
Βγήκαμε έξω και με προσπέρασε.  Καθώς άνοιξε μια πόρτα ακόμα, ήταν ένα δωμάτιο άστατο, με ένα κρεβάτι μονό, που είχε και γραφείο όπου πάνω του δέσποζαν διάφορα πράγματα και μια νεκροκεφαλή.
"Αυτό πλέον θα είναι το δωμάτιό σου.  Οι κόποι ανταμείβονται σε αυτό το καράβι.  Για το υπόλοιπο της ημέρας θα είσαι ελεύθερος να κάνεις ό,τι θες. Από αύριο αναλαμβάνεις τα νέα σου καθήκοντα."
 Έφυγε κλείνοντας ξωπίσω του την πόρτα.  Ακούμπησα το κοχύλι μου στο γραφείο και ξάπλωσα στο κρεβάτι, προσπαθώντας να νιώσω  ξεκούραση αυτή την μέρα χάριτος. 

25 Μαϊου 1814. Το πρωί της 25ης με βρήκε όρθιο από νωρίς.  Δεν είχε καν χαράξει.  Ήταν ίσως και η πρώτη φορά από τότε που βρέθηκα στο καράβι που είχα κοιμηθεί τόσες ώρες κάτω από καλές συνθήκες. Ήξερα πως το εγερτήριο δεν θα χτύπαγε για ακόμα μια φορά, όπως και τόσες μέρες ξωπίσω μας.  Έπρεπε να το συνηθίσουμε όλοι, έστω και για προσωρινά.  Ετοιμάστηκα και ανέβηκα στο κατάστρωμα.  Ο ήλιος με αργούς ρυθμούς ίσα που άρχιζε να ξεπροβάλει μέσα από την θάλασσα.  Προσπάθησα να απολαύσω αυτό το θρόισμα του αέρα, που ακουγόταν σαν να σιγοτραγουδούσε έναν δικό του σκοπό. Από τότε που ανέλαβα τα νέα μου καθήκοντα, που μου όρισε ο καπετάνιος, η ζωή μου έγινε ελαφρώs πιο εύκολη, αλλά η έλλειψη ανδρών δεν με είχε  απαλλάξει οριστικά από τις πάμπολλες ανάγκες που έχει αυτό το σκαρί. Το καράβι δεν φαινόταν να είναι στα καλά του.  Μέρες τώρα είχε αρχίσει να βολοδέρνει, σχεδόν να πηγαίνει με ζικ ζακ, όπως ένα φίδι που σέρνεται ανάμεσα στα χόρτα, ψάχνοντας για την σιγουριά της φωλιάς του.  Το πηδάλιο είχε κι αυτό τα δικά του προβλήματα, όπως και όλοι εμείς.  Ώρες ώρες φοβόμουν, ότι δεν θα κατάφερνε να βγει σε αυτήν την ξηρά που μέρες προσπαθούσε ο καπετάνιος να προσεγγίσει.  Τα δύο μεγάλα κεντρικά πανιά είχαν κι αυτά τρυπήσει, μειώνοντας αρκετή από την ταχύτητα που θα μπορούσαμε να πιάσουμε.  Μα, θεωρούσα ότι το πιο σημαντικό ήταν να μην πέσουμε σε άλλα εχθρικά καράβια που φαίνονταν στο βάθος να μπαινοβγαίνουν στο λιμάνι μέσα από το μακρύ μου κιάλι . Όλοι πάνω στο καράβι είχαν κάνει την δικιά τους υπερπροσπάθεια.  Ευτυχώς και ο καιρός μας έκανε ακόμα τα χατίρια κι έπνεε σε έναν σταθερό ρυθμό, χωρίς να ανασηκώνει ιδιαίτερα κύματα. Η ξηρά φαινόταν μέρες τώρα, σαν μια κουκκίδα αρχικά, που μέρα με την μέρα όλο και μεγάλωνε, αλλά ακόμα δεν μπορούμε  να την προσεγγίσουμε.  Δεν ήμασταν όμως πολύ μακριά.  Λίγο πιο κάτω μπορούσα να διακρίνω μικρά σπήλαια εντός και εκτός θαλάσσης κι ήμουν σίγουροs ότι μέσα από όλες αυτές αυτέs τις τρύπεs θα μπορούσαν να βγουν ατρόμητοι διωγμένοι πολεμιστές από εκείνα τα κάστρα της ξηράς, με νέο σπίτι τους, τις σπηλιές των θαλασσών. Μερικέs φήμες του μεσήλικα πειρατή μου έλεγαν ότι μέσα στην μοναξιά που ζούσαν και βίωναν όλοι εκεί στην ξηρά του πόνου, το μόνο που τους έσωζε ήταν που κρατούσαν με παρηγοριά το λίγο ρούμι που τους αναλογούσε, ενώ όσοι μπορούσαν έφευγαν με κάποιο φόβητρο καράβι.  Τα σκέφτηκα τα λόγια του μεσήλικα και χαμογέλασα, γιατί πλέον στα λόγια του ένιωθα ότι βλέπω την προσωποποίησή μου, αφού έτσι και εγώ τώρα, με μια μποτίλια ανά χείρας αγνάντευα ένα μέλλον που ξεδιπλωνόταν πάντα εμπρός μου, σαν το πιο βρόμικο κόκκινο χαλί μιας βασιλείας που ποτέ δεν θα ελέγχω τα κλειδιά της, γιατί ποτέ δεν θα μπορώ να γίνω ο κυρίαρχός της.  Μου αρκούσε όμως η σκέψη της συμμετοχής σε κάτι διαφορετικό, σε κάτι που ίσως να άξιζε να προσπαθήσω, σε κάτι που δεν ήξερα τελικά, αν είναι το σωστό ή το λάθος, αλλά ο δρόμος χαράζεται μόνο σε  ευθεία γραμμή. Μέσα στα γενικά μου καθήκοντα ήταν να ξυπνήσω και το πλήρωμα.  Έπρεπε όλοι να είμαστε σε πλήρη ετοιμότητα, γιατί διαρκώς ελλοχεύουν  κίνδυνοι που μπορούν να μας καταστρέψουν. Ο χαρακτήρας μου είχε κάνει τους άντρες του πληρώματος να με αγαπούν.  Δεν τους πίεζα υπερβολικά και προσπαθούσα πάντα να είμαι ακριβοδίκαιος μαζί τους στο μοίρασμα των εργασιών.  Αυτός που πάντα με πίεζε όλο και πιο πολύ ήταν ο καπετάνιος, φωνάζοντάς μου με ένα στιχάκι: "Οι άντρες θέλουν ρούμι κι εργασίες σκληρές με πλούτη και δόξα."  
Στην πραγματικότητα αυτό που έλειπε από όλους ήταν ξεκούραση και ήμουν ο πλέον ειδικός για να τους καταλάβω και να μην τους πιέζω αφόρητα, απορροφώντας τους κραδασμούς της οργής του καπετάνιου. 

Δεν πέρασε πολύς χρόνος, όταν και ξεσήκωσα το καράβι με τις φωνές μου:  "Πειρατές σηκωθείτε!"  Έχοντας μπει στα δωμάτια που κάποτε κοιμόμουν και εγώ σαν την σαρδέλα, οι σαράντα δύο άντρες φαίνονταν να ξυπνούν σιγά σιγά και εγώ κατευθυνόμουν στην πόρτα που κοιμάται ο καπετάνιος.  Χτύπησα το χρυσό χερούλι δύο φορές κι όταν και η φωνή του καπετάνιου ακούστηκε από μέσα να λέει "πέρασε", άνοιξα την πόρτα.  Πρώτη φορά είδα τόσο κουρασμένο και τον καπετάνιο. Σχεδόν σερνόταν κι αυτός από την κούραση.  Μάλλον μόνο εγώ κατάφερα να ξεκουραστώ από την χθεσινή νύχτα.
"Τι συμβαίνει στον έξω κόσμο Barontheng;"
Δεν ήθελα να τον ανησυχήσω πιο πολύ για την κατάσταση του καραβιού και απάντησα: "Όλα φαίνονται ήρεμα έξω, όμως πρέπει να πιάσουμε γρήγορα λιμάνι.  Απέχουμε περίπου 5 μίλια από την ακτή και υπάρχει και μικρή παρουσία καραβιών που μπαινοβγαίνουν από την πόλη."
"Μην φοβάσαι, ως το απόγευμα θα έχουμε δέσει σε προβλήτα" και μου έκανε νεύμα με το χέρι να περάσω έξω και πάλι στο κατάστρωμα για το κατασκοπικό μου έργο. Το καράβι μας συνέχισε να πηγαίνει αργά έως ότου και πέρασαν τρεις ώρες για να εμφανιστεί ο καπετάνιος στην γέφυρα. Σήμερα δεν φόραγε το καπέλο του στο κεφάλι, αλλά είχε βγάλει και τον Piki τον παπαγάλο στο κατάστρωμα.  Το πτηνό άρχισε να φτερουγίζει χαρούμενα και να κράζει με την περίεργη παπαγαλίσια φωνή του.  Ο καπετάνιος με φώναξε κοντά του.
"Barontheng, δώσε μου το κυάλι."
Άρχισε να κοιτάει περιστροφικά έως ότου και κοντοστάθηκε σε ένα σημείο για κάμποση ώρα με το περισκόπιο. 
"Συγκέντρωσε τους άντρες και μοίρασέ τους τις δουλειές.  Πρέπει να καλύψουμε το όνομα του καραβιού με μεγάλα πανιά.  Κατέβασε την σημαία μας από τον ιστό.  Στο αμπάρι έχει μια ισπανική. Αντικατέστησέ την. Να σηκωθούν και τα πανιά.  Θέλω να πηγαίνουμε με άπνοια. Μόνο με τα πορείας."
Μου ξανάδωσε το κυάλι.  Καθώς κατέβαινε τις σκάλες της γέφυρας του καραβιού, φωνάζοντας "Willy, σε θέλω στο αμπάρι μου",  χάθηκε, ενώ ξωπίσω του ακολούθησε και ο Willy, σέρνοντας μερικά κιβώτια με μπανάνες που ήταν ακόμα σκόρπιες. Όλοι τελικά κάνανε δουλειές πάνω σε αυτό το καράβι.  Ακόμα και το δεξί χέρι του καπετάνιου, που σε άλλες συνθήκες απλά θα μοιράζει και αυτός εντολές. Σχεδόν μεσημέριασε και οι δουλειές ήταν στο καλύτερο στάδιο που θα μπορούσαν.  Τίποτα δεν θύμιζε, ότι αυτό το καράβι μπορεί να είχε περάσει από αιματηρές μάχες.  Η όμορφη ακαταστασία είχε γίνει απλά όμορφη, η αλλιώτικη σημαία κυμάτιζε, το όνομα είχε καμουφλαριστεί με δεξιοτεχνία που ίσως θα ζήλευαν και μάγοι, τα σχισμένα πανιά δεν φαινόντουσαν όπως ήταν μαζεμένα.  Είκοσι περίπου άντρες ανέβαζαν από τα αμπάρια μας ξύλινα κιβώτια συσκευασμένα με κλοπιμαία από τα προηγούμενα βουλιαγμένα καράβια, κάνοντας το πειρατικό να μοιάζει κι αυτό σαν ένα εμπορικό καράβι. Οι θύρες των κανονιών είχαν κι αυτές πλέον κλείσει.  Όταν και ο Willy εμφανίστηκε και πάλι στο κατάστρωμα, είχε μαζί του περίεργα ρούχα, πιο καθαρά και λαμπερά από ποτέ.  Άρχισε να τα μοιράζει σε όλους τους ναύτες, δίνοντας σε όλους μια άλλη φορεσιά. Με πλησίασε και μου έδωσε και μένα μία.  
"Barontheng πρέπει να τα φορέσεις. Σε λίγο θα φτάσουμε, δεν πρέπει να σε καταλάβουν."
Τα πήρα κι έφυγα κατεβαίνοντας στην καμπίνα μου.  Δεν απείχαμε πλέον παρά μόνο δυο σκάρτα μίλια από την ξηρά. 

Το απόγευμα όλοι ήμασταν κατάκοποι, αλλά όλοι και στις θέσεις μας.  Μια ελαφριά κινητικότητα υπήρχε στην προβλήτα του λιμανιού.  Η απόσταση ήταν πλέον μόνο 200 μέτρα.  Μια βουβαμάρα επικρατούσε σε όλους μας. Ο καπετάνιος πίσω από το πηδάλιό του οδηγούσε την αργή πορεία του καραβιού που το έκανε να πλέει, γλιστρώντας σε ευθεία γραμμή στο σώμα της θαλάσσης. Όλοι ήμασταν με αυτά τα περίεργα λαμπερά ρούχα που σχεδόν μοιάζαμε με καρδινάλιους.  Περίπου είκοσι άντρες ήταν στο λιμάνι και φαίνονταν να περιμένουν το καράβι το δικό μας.  Πυρσοί έκαιγαν και εδώ κατά μήκος του λιμανιού.  Σε κάποιες στιγμές ένιωθα το συναίσθημα της πρώτης μέρας, τότε που είχα δει για πρώτη φορά από μακριά την ξηρά, με το μεγάλο κάστρο να δεσπόζει.  Ένιωσα σαν να είχα κάνει τον γύρο του κόσμου και ήμουν και πάλι εδώ. Αργά, αργά και σταθερά, το καράβι μπαίνει επιτέλους στην προβλήτα, ρίχνοντας την βαριά του άγκυρα.  Ο θόρυβος του παφλασμού μέσα στο νερό έσπασε και την σιωπή του καπετάνιου. 
"Άντρες πετάξτε τους κάβους να δέσουν το καράβι!" 
Πράγματι τρία καραβόσχοινα εξαπολύθηκαν στην απέναντι πλευρά και οι εργάτες του λιμανιού μας έδεσαν για τα καλά.  Ήλπιζα, όχι και για πάντα. Μια μεγάλη σανίδα εξαπολύθηκε από το καράβι,  ακουμπώντας στην προβλήτα και το καράβι είχε γίνει μέρος της ξηράς. Ο καπετάνιος ήταν ο πρώτος που κατέβηκε και πίσω του ο Willy, άρχισε να μιλάει σε μια γλώσσα που δεν τον καταλάβαινα στους άντρες της ξηράς.  Πέρασε μισή ώρα μέχρι να ξανανέβει.
"Να ξεκουραστείτε.  Αύριο θα έχουμε πολλές εργασίες."
Κατέβηκα στην κουκέτα μου και δεν είχα άλλη έννοια από το να κοιμηθώ . Ξύπνησα από ένα περίεργο ήχο που έμοιαζε σαν αγέλη τζιτζικιών να ηχούν από παντού.  Πράγματι, τα δέντρα γύρω  από το λιμάνι και η ζέστη είχαν κάνει αυτά τα έντομα να κελαϊδούν, χαλώντας σχεδόν τον κόσμο.  Αλλά ίσως να ήταν και τριζόνια. Άναψα ένα πούρο και παρέμεινα ξαπλωμένος.  Στοχάστηκα κοιτώντας μέσα στα μάτια την νεκροκεφαλή που στέκονταν στο γραφείο μου επάνω.  Είναι μέρες που ένιωθα να με κοιτά κι αυτή συνέχεια.  Ίσως θα έπρεπε να την ξεφορτωθώ με την πρώτη ευκαιρία.  Ο ύπνος μου χαμογέλασε και πάλι.

29 Μαϊου 1814.  Τέσσερις μέρες αραγμένοι στην προβλήτα και όλα έμοιαζαν να κυλούν ομαλά.  Είχε επέλθει μια ηρεμία. Ο καπετάνιος έφευγε κάθε πρωί μαζί με τον Willy και χάνονταν έως  αργά τα μεσάνυχτα.  Με άφηναν στο πόδι τους για να κουμαντάρω μόνος σχεδόν τις εργασίες στο καράβι.  Είχα αρχίσει να τα πηγαίνω και καλύτερα με τις διαταγές που έδινα στο πλήρωμα. Θέλει πολύ πειθαρχία για να επιβληθείς σε ατίθασους χαρακτήρες όπως οι πειρατές.  Δυο μέρες τώρα ξεφορτώναμε το εμπόρευμα που μαζέψαμε με κόπο.  Είναι το αντίτιμο μιας ανταλλαγής για την καλύτερη βελτίωση του πλοίου  στην αρχική μορφή του. Στο καράβι υπήρχαν παντού γενικές εργασίες εντός και εκτός.  Τη φροντίδα του σκαριού την έχει αναλάβει προσωπικό της ξηράς που έδειχναν να ξέρουν να κάνουν καλά την δουλειά τους.  Ήδη οι τρύπες από τα κανόνια του εχθρού που μας είχαν βρει εξαφανίστηκαν, ενώ φτιάχτηκε και το εσωτερικό μέρος του.  Γενικότερα όμως έπρεπε να αποφεύγουμε τις πολλές κουβέντες μαζί τους.  Αυτή ήταν η οδηγία του καπετάνιου κάθε πρωί που αναχωρούσε.  Σήμερα, έπρεπε να αντικαταστήσουμε και όλα τα σχισμένα μπαρουτοκαπνισμένα πανιά που θύμιζαν τις μάχες μας.  Στην ξηρά  είχε αρκετό κόσμο.   Η αγορά φαίνονταν να μην είναι και τόσο μακριά από εδώ.  Μια ολόκληρη πολιτεία έδειχνε να φτάνει ως ψηλά στους πρόποδες ενός μικρού βουνού.  Δεν είχα ιδέα που μπορεί να ήμασταν, αλλά ποιος νοιάζεται;  Η ζωή μας θα είναι συνδεδεμένη με το υγρό στοιχείο. Μεσημέριασε και από το βάθος της προβλήτας φάνηκε να σηκώνεται πυκνή σκόνη. Άντρες πολλοί μαζεμένοι προχωρούν προς το μέρος μας.  Μια  ανησυχία με διαπέρασε, καθώς προσπαθούσα να δω καλύτερα.  Όλοι σχεδόν κοιτάγαμε προς το μέρος τους, όταν  ανάμεσα τους διέκρινα το πρόσωπο του καπετάνιου και πιο πίσω του Willy.  Είχαν έρθει πιο νωρίς από το προβλεπόμενο.  Τι να ήταν άραγε όλοι αυτοί που ακολουθούσαν; Σταμάτησαν έξω από την προβλήτα και ο καπετάνιος ανέβηκε και πάλι στο καράβι και παρατηρώντας τα πυκνά του ιδρωμένα φρύδια, είπε:
"Barontheng βλέπω οι εργασίες πάνε καλά.  Κάνεις καλή δουλεία.  Όλοι αυτοί θα είναι το νέο μας πλήρωμα. Να τους πάρεις υπό τις εντολές σου για ό,τι εργασίες ακόμα υπάρχουν.  Πάω να ξεκουραστώ."
Η χαρά μου και το τεράστιο χαμόγελο μου δεν μπορούσαν να κρυφτούν.  Οι νέοι πειρατές, περίπου στους διακόσιους πενήντα, σίγουρα θα κάλυπταν κάτι παραπάνω από όσα μπορούσα να φανταστώ. Τους πέρασα αμέσως μέσα στο καράβι και ρώτησα ποιος από όλους ήταν μάγειρας.  Τρεις σήκωσαν το χέρι τους.
"Εσείς θα είστε οι βοηθοί του αρχιμάγειρα.  Πηγαίνετε κάτω και φτιάξτε φαγητό για όλους."
Άρχισα να μοιράζω δουλειές και εντολές, μέχρι που σχεδόν όλοι είχαν από κάτι να κάνουν.  Ένιωθα σαν τον καπετάνιο.  Φαίνεται, πως το μικρόβιο της δόξας και της λόξας  είναι μεταδοτικό όσο ανεβαίνεις στα σκαλιά της ιεραρχίας. Έφτασε το απόγευμα όταν ξύπνησε και ο καπετάνιος. Με φώναξε στη καμπίνα του. Κατέβηκα και στάθηκα και πάλι μπροστά του.
"Barontheng, το απόγευμα θα πάμε μαζί στην αγορά. Έχω να κάνω κάτι τελευταίες δουλειές. Είναι ευκαιρία να βγεις να ξεσκάσεις κι εσύ λιγάκι, μια κι αύριο το καράβι θα ταξιδέψει πάλι.  Φεύγουμε από αυτό το λιμάνι."
Έσκυψε στο πλάι του γραφείου του και άνοιξε ένα μικρο σεντούκι, που μέσα δέσποζαν όμορφα χρυσά φλουριά.
"Πάρε αυτά, είναι η ανταμοιβή σου για όσα έχεις κάνει στο καράβι.  Ετοιμάσου σε μία ώρα αναχωρούμε για τον έξω κόσμο."
Έκλεισα την πόρτα  ξωπίσω μου και πήγα στη δική μου καμπίνα.  Μα τι χαρά είναι αυτή που ζούσα; Σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα είχα καταφέρει τόσα πολλά.  Πήρα ένα μικρό μπαούλο χειρός. Έβαλα μέσα την νεκροκεφαλή που ήθελα να ξεφορτωθώ, το μαργαριταρένιο κολιέ και μερικά ακόμα νομίσματα.  Είχε περάσει ώρα κι ένιωθα ότι ήμουν έτοιμος για το ταξίδι στην άγνωστη ξηρά. Βγήκα στο κατάστρωμα με το μπαούλο στο χέρι -ήταν κάτι σαν την προσωπική μου τσάντα.  Ο καπετάνιος ήταν ήδη στην προβλήτα και μίλαγε με τον Willy.  Θα έμενε όπως φαίνεται στο καράβι για την προστασία του πληρώματος. Γύρισε το κεφάλι του και με είδε.
"Άντε Barontheng! Δεν θα σε περιμένω μια ζωή να σύρεις τα πόδια σου."
Κατέβηκα από την αυτοσχέδια πλατφόρμα.  Για πρώτη φορά τα πόδια μου πατούσαν έδαφος.  Ξεκινήσαμε να περπατάμε και δεν αργήσαμε να φτάσουμε στην αγορά.  Παντού γραφικά σπίτια με τον κόσμο να φοράει φανταχτερά χρώματα στα ρούχα του, όμορφες γυναίκες που περπατούσαν αντίθετα από εμάς και μικρά χαχανητά ακούγονταν στο πέρασμα τους.  Ο καπετάνιος με κοίταξε χαμογελώντας και αυτός.
"Barontheng να προσέχεις με τις γυναίκες.  Τα κοσμήματα που θα τις γεμίσεις να ξέρεις ότι φέρνουν και τον θάνατο μαζί από όλες τις αρρώστιες που μπορεί να κουβαλούν."
Δεν κατάλαβα και πολλά από όσα μου είπε, αλλά ο ήχος της φωνής του ήταν σίγουρα αποτρεπτικός και ταυτόχρονα πειστικός. Περπατούσαμε αρκετά όταν ο καπετάνιος μου είπε ότι πρέπει να μπει σε ένα κατάστημα.
"Να περιμένεις εδώ.  Κάνε καμιά βόλτα τριγύρω, αλλά μην απομακρυνθείς πολύ."
Μπήκε μέσα και εγώ έκατσα στο πεζούλι μιας μάντρας, Το ενδιαφέρον μου εστιάστηκε στο μεγάλο δρόμο που διέσχιζε μια μεγάλη πλατεία. Στο κέντρο του είχε πολύ κόσμο μαζεμένο και κάποιος σαν ντελάλης έβγαζε έναν λόγο. Ξεκίνησα προς τα εκεί. Πλησίασα όσο πιο πολύ μπορούσα και στο κέντρο του υπήρχε μια αυτοσχέδια ράμπα και τρεις κρεμάλες, που πάνω σε αυτές κάθονταν όρθιοι με γουρλωμένα τα μάτια από φόβο τρεις άντρες.  Ο ντελάλης συνέχισε να φωνάζει και δίπλα του στεκόντουσαν και δυο φρουροί με στολές. <
"Αυτοί οι άντρες έχουν δικαστεί για την υπέρτατη προδοσία αυτού του κράτους!  Είναι δολοφόνοι κατά συρροήν κατά του φεουδαρχικού συστήματος και ντροπιάζουν με την παρουσία τους αυτά τα ιερά χώματα. Είναι πειρατές και στους πειρατές αξίζει μόνον ο θάνατος!"
Κάποιος παραδίπλα με χρέη δήμιου τραβάει τον μοχλό και η καταπακτή από την ξύλινη μπάρα ανοίγει.  Μέσα σε ελάχιστα λεπτά κείτονται στο έδαφος νεκροί με όλο το πρόσωπο τους μελανιασμένο.  Η ταραχή μου άρχισε και πάλι να φουντώνει.  Ένιωθα μιαν αδικία να με κατακλύζει και σε κάθε πρόσωπο των γύρω μου έβλεπα και τους μελλοντικούς μου μελλοθάνατους που θα τους αντιμετώπιζα στο δικό μας πεδίο των μαχών που δεν ήταν άλλο από την θάλασσα. Έφυγα από το σημείο με το απόλυτο μίσος.  Οι όποιες ενοχές μου για τους δύο θανάτους που είχα προκαλέσει εξαϋλώθηκαν σ' αυτό το θρόισμα του ανέμου.  Λίγο πιο κάτω καρφωμένη μια μικρή αφίσα, που επάνω της έγραφε deathship, ενώ με πιο μικρά γράμματα έγραφε ότι είναι επικηρυγμένο από την βασιλεία με 300 χιλιάδες χρυσές λίρες.  Την αποκάλυψη του ονόματός μας πρέπει να την είχε κάνει το καράβι που είχε διασωθεί από την μεγάλη μάχη.  Πόσο δίκιο είχε ο καπετάνιος σκέφτηκα, που τα βούλιαζε και δεν ήθελε να αποκαλυφθεί το όνομα του καραβιού μας.  Περπάτησα καμιά τριανταριά μέτρα όταν και με πλησίασε μια ντόπια βοσκοπούλα.
"Κύριε, κύριε!  Να σου πω την μοίρα σου." είπε κοιτώντας με μέσα στα μάτια και κρατώντας το ένα μου χέρι ανοιχτό. 
"Δεν θέλω" απάντησα.
"Κι όμως θες πολύ να μάθεις το παρελθόν σου και το μέλλον σου" ανταπάντησε, αφήνοντας το χέρι μου και γυρνώντας την πλάτη της να φύγει.  Δεν ξέρω γιατί αλλά είχε ακουμπήσει τις μαγικές χορδές της περιέργειάς μου. Γύρισα την πλάτη μου στο διάβα της και της φώναξα:  
"Όμορφη κατσαρομάλλα, θέλω να μου πεις."
Δεν μπορούσα να αρνηθώ σε κάτι που ίσως μου έδειχνε ένα σημάδι στο ποιός ήμουν και τι μπορούσε να γίνει.  Μου έπιασε το χέρι και με οδήγησε μέσα σένα σπίτι εκεί κοντά που έδειχνε να ήταν δικό της.  Καθίσαμε σχεδόν στο πάτωμα, όταν και έλυσε τον κότσο και τα μαλλιά της  έπεσαν πλουσιοπάροχα πάνω στους ώμους της.  Συνέχιζε να με κοιτά στα μάτια και μου έπιασε τα χέρια αργά και ψηλαφώντας όλες τις βαθιές γραμμές από το χέρια μου.
"Είσαι δυνατός άντρας με προσωπικότητα, αλλά όσο κι αν κοιτάω, δεν μπορώ να δω το παρελθόν σου.  Είναι σαν να γεννήθηκες χθες."
Κοντοστάθηκε κι έκλεισε τα μάτια. Η ώρα πέρναγε και το μυαλό μου άρχισε να στριφογυρνά στον καπετάνιο και ότι μπορεί να με ψάχνει.  Πέρασαν κάμποσα λεπτά όταν  άρχισε και πάλι να μου μιλάει.
"Θα έχεις δόξα, μα και άδοξο τέλος.  Η μοίρα θα σε κρατά για πάντα ριζωμένο εκεί που σε έχει τάξει. Φωτιά και νερό -τα δύο στοιχεία που θα σε κατατρέχουν.  Να μην δειλιάσεις, γιατί είσαι γεννημένος να το ζεις."
Άνοιξε τα μάτια της και σαν δυο πύρινες φλόγες μου μετέδωσε όλη την ενέργεια της. Δεν κατάλαβα πολλά από τα λόγια της, αλλά η αύρα της ήταν κάτι περισσότερο από τις προσδοκίες μου. Ανασηκώθηκε και το πολύχρωμο φόρεμά της έπεσε από τους ώμους της.  Η θέα του γυμνού κορμιού της ήταν μια οπτασία στην πόλη των εχθρών, ενώ τα μάτια της δεν σταμάτησαν ποτέ να με κοιτούν ρίχνοντας όλα τα κάστρα των αντιστάσεων μου.  Τα χείλη της άγγιξαν τα δικά μου  και της ψιθύρισα "Πρέπει να φύγω".
Σηκώθηκα όρθιος προσπαθώντας να ανασυνταχθώ.  Άνοιξα το μικρό μου μπαούλο και έβγαλα το μαργαριταρένιο κολιέ.  Το χάρισα  στο θεϊκό κορμί της.  Μου έπιασε το χέρι ξανά και έβγαλε από μέσα την νεκροκεφαλή και την έβαλε επάνω της.  Έμοιαζε σαν μια ιεροτελεστία που δεν καταλάβαινα.  Πριν φύγω από την πόρτα ψιθύρισε ξανά:
"Πειρατή, να μην ξεχνάς τα λόγια που σου είπα."
Γύρισα και την κοίταξα. Είχε βρει τουλάχιστον ότι είμαι πειρατής.  Έκλεισα την πόρτα απαλά καθώς έξω είχε βραδιάσει, έπρεπε πλέον να βρω τον καπετάνιο και να γυρίσουμε στο καράβι.

Το ξημέρωμα μας βρήκε και το ταξίδι μας και πάλι ξεκίναγε, σαλπάροντας για νέες προκλήσεις.  Όλα έπρεπε να τα αφήσουμε πίσω, εκεί που ανήκαν.  Μέχρι τώρα μας είχαν πάει όλα καλά. Δεν μπόρεσαν να μας αναγνωρίσουν οι άνθρωποι της ξηράς.  Η βασιλεία τους δεν  χωρούσε στα δικά μας βρώμικα κουστούμια, ο δρόμος μας ήταν μονόδρομος χωρίς αναστροφές και έπρεπε να τον ακολουθήσουμε. Τον βαδίζαμε μόνοι μας, χωρίς άλλη επιλογή.  Ο καπετάνιος ανέβηκε και πήρε την θέση του πίσω από τα πηδάλια του καλοφτιαγμένου καραβιού μας.  Πλέον υπήρχε  πλήθος νέου προσωπικού, που δεν έδειχναν κάποια μεγάλη εμπειρία. Ήταν κι αυτοί στην ίδια μοίρα που ήμουν και εγώ, αλλά τουλάχιστον αυτοί έδειχναν πιο συνειδητοποιημένοι στο πού είχαν έρθει. Ξανοιχτήκαμε αρκετά, ενώ πλέον η ξηρά όλο και απομακρυνόταν από κοντά μας δείχνοντας αργά, αργά και σταθερά, το μέγεθος της πόλης που άρχιζε να συρρικνώνεται και που στο τέλος θα γινόταν κι αυτή μια μικρή τελεία, σαν μια ανάμνηση παλιά που θα μπορούσες να την θυμάσαι, μα δεν θα την άγγιζες γιατί θα είχε μπει στο χρονοντούλαπο της μνήμης. 

Το απόγευμα τηs 2ας Ιουλίου 1814 με βρήκε πάνω στο κατάστρωμα. Πέρασε και πάλι τόσος καιρός μέσα στην θάλασσα.  Όλα κυλούσαν ομαλά, οι επιτυχίες μας ήταν διάσπαρτες και περιορισμένες χωρίς μεγάλο σημείο αναφοράς. Δυο τρία σκάρτα καράβια η λεία μας και αυτά χωρίς σπουδαία εμπορεύματα  φορτωμένα επάνω τους.  Περισσότερο μας χρησίμευσαν σαν μια θαλάσσια πλατφόρμα ανεφοδιασμού τροφίμων και για την εξάσκηση του νέου προσωπικού, που αργά αλλά σταθερά γίνονταν καλοί πολεμιστές υπό την καθοδήγηση του Willy. Τα αιχμαλωτισμένα καράβια ο καπετάνιος αυτή την φορά τα είχε άφησε να φύγουν, χωρίς να πειράξει το προσωπικό.  Πήρε μόνο τα εμπορεύματά τους.  Φαίνεται ότι με τον καιρό είχε μαλακώσει, γινόταν πιο ευάλωτος σε συναισθηματισμούς και αυτός ως άνθρωπος.  Ίσως το έκανε γιατί παραδόθηκαν  οικειοθελώς.  Ποιός μπορεί να ξέρει;  Άβυσσος το μυαλό του.  Καθόμουν στο πλάι του στην γέφυρα του καραβιού, με αυτόν να οδηγεί ανέμελα το τιμόνι, ενώ καθάριζα ένα πορτοκάλι πετώντας τα φλούδια μέσα στο νερό.  Σκεφτόμουν ότι σίγουρα κάποιο ψάρι μπορούσε να τα φάει κι αυτά, μα όχι ο γκρίζος καρχαρίας που με κάποιο μαγικό τρόπο  μας έχει ξαναβρεί λες και είχαμε  ραντεβού. Τα μάτια μου μπορούσαν να δουν να ξεδιπλώνεται το απέραντο σκούρο γαλάζιο αυτής της φουρτουνιασμένης ομορφιάς.  Ένα μικρό μπουρίνι  ξέσπασε και  η βροχή άρχισε να πέφτει με μανία, σαν να ήθελε να μαστιγώσει τα ηλιοκαμένα κορμιά μας.  Κανένας όμως δεν προσπαθούσε να καλυφθεί.  Δεν άργησε πολύ και ο ουρανός ξεκίνησε να αναδιπλώνεται κάνοντας τις πρώτες απογευματινές ηλιαχτίδες του να διαπερνούν ξανά τα σύννεφα που ξέφτιζαν σιγά σιγά και αυτά, χάνοντας όποιο γκρίζο είχαν πάνω τους  Όλα γινόντουσαν ξαφνικά εκεί που βρισκόμασταν. Τα κύματα έδιναν την θέση τους σε μια αργή, αλλά σταθερή άπνοια και ξαφνικά πάλι αυτή η απόλυτη ηρεμία γύρω μας. Ο καιρός σε αυτά τα μέρη είναι τελείως αλλοπρόσαλλος και μεταβαλλόμενος, δεν μπορούσα να είχα καν ιδέα σε ποιο γεωγραφικό διαμέρισμα της γης ήμασταν, παρά το ότι ο καπετάνιος πάσχιζε αρκετές φορές με τον τρόπο του να μου μάθει τα σημάδια των θαλασσών. Όμως στην σκέψη μου ακόμα αντηχούσαν και τα λόγια ενός λοστρόμου πειρατή, που επιβίωσε κι αυτός από τις μεγάλες μάχες που μας είχαν βρει ως τώρα.  Θυμήθηκα, που μου έλεγε δείχνοντάς μου ένα δικό του αυτοσχέδιο χάρτη "εδώ είναι ο τρίτος ύφαλος, εδώ είναι η μοίρα μας εδώ το ριζικό μας."   Τον έβλεπα που τον χάραζε με το δάκτυλό του και δεν καταλάβαινα τι εννοούσε.  Ίσως με τον καιρό να έβρισκα κι εγώ τις απαντήσεις που έψαχνα για όσα συμβαίνανε στον προορισμό μας. Όσο πήγαινε κι αυτά τα κουρελιασμένα ρούχα που φορούσα, ξεφτίζανε όλο και πιο πολύ. Το παλιό αίμα ήταν ακόμα πάνω τους, αλλά  δεν ήμουν καν σίγουρος αν θα αντέχαν στην αλμύρα πολύ ακόμα.  Δεν ήταν όμως μόνο τα ρούχα μου, ήταν και το ίδιο το σώμα μου. Τα χέρια μου σκασμένα, με το αλάτι να μπαίνει στις πληγές και ένα ελαφρύ τσούξιμο κάνοντας τες να ψήνονται και να θρέφουν με έναν δικό τους τρόπο.  Ο πόνος ήταν ένα καθημερινό προσόν εδώ στο καράβι. Είναι τα αφανή παράσημα που αποκτάς με τον καιρό πάνω στο κατάστρωμα. 
"Το αλάτι τρώει τα πάντα, ακόμα και τους πιο δυνατούς."
Πόσο δίκιο είχαν αυτά τα λόγια του πανούργου καπετάνιου.  Οι πιο παλιοί φαινόντουσαν από μακριά. Άνθρωποι σκληροτράχηλοι με βαθιές ρυτίδες να διαγράφονται στο πρόσωπό τους, από τις κακουχίες και τις αντιξοότητες πάσης λογής και τις καταστάσεις που έπρεπε να αντιμετωπίζουν και πάντα στην  μικρότερη  χρονική διάρκεια.  Ετοιμότητα για την ίδια την διαβίωση και την ομοιογένεια του πληρώματος. Έτσι είχα αρχίσει και εγώ να νιώθω ότι γίνομαι. Ένας σκληρός και αμετάλλακτος πειρατής.  Έτρωγα το ζουμερό πορτοκάλι μου κι έκανα εκατοντάδες σκέψεις όταν  ο καπετάνιος άρχισε να μου μιλά.
"Barontheng πάρε το κυάλι και ανέβα από την ανεμόσκαλα στο πιο ψηλό κατάρτι να δεις την κίνηση του πελάγους και να με ενημερώσεις για ό,τι και αν δεις." 

Απομακρύνθηκα.  Ο καπετάνιος έψαχνε μέρες για σημάδια. Δεν τον έβλεπα και τόσο ενθουσιώδη. Ήξερα, ότι είχε τεράστιες ευθύνες απέναντι στο πλήρωμα για την διαβίωσή του κι ότι δεν ήταν εύκολο να χαροποιείς τόσους άντρες με τις επιλογές σου. Η πίστη μου όμως σε αυτόν, ένιωθα ότι θα παρέμενε ακλόνητη, γιατί μου έχει φερθεί σαν πατέρας προς γιο. Πήρα αργά τον δρόμο για την ανεμόσκαλα. Κατεβαίνοντας από την γέφυρα, περπατώντας με το ανέμελό μου βήμα, έπιασα τα σχοινιά και προσπαθούσα να ανέβω ψηλά.  Ο ελαφρύς αέρας με κουνούσε αριστερά και δεξιά και αυτά τα καταραμένα καραβόσχοινα όλο αστάθεια και να γλυστρούν σε κάθε μου δρασκελισμό προs την κορυφή για το κατάρτι.  Μετά κόπων και βασάνων κατόρθωσα κι έφτασα όσο πιο ψηλά μπορούσα -εκεί που έχει ένα μικρό προπύργιο για να μπορείs να κρατάs την όποια ασφάλεια θα μπορούσε να σου παρέχει αυτό το ξύλινο σανίδι.  Όχι πολύ μακρυά μου βρισκόταν ακόμα το κεφάλι του Aquarious.   Είχε γίνει πλέον μια πειρατική νεκροκεφαλή, που κοίταζε κι αυτή τα νερά των θαλασσών να περνούν. Τι αίσθηση και αυτή από κει πάνω.  Μπορούσες να βλέπειs μίλια μακριά και να νιώθειs ακόμα πιο μεγάλη ελευθερία.  Έβγαλα το μακρύ μου κυάλι και αγνάντευα τον ωκεανό.  Πέρασε ώρα, έχοντας φανεί το απόλυτο τίποτα,  παρά μόνο νερό, νερό βαθύ γαλάζιο, νερό με άσπρεs νιφάδες από τουs αφρούs τηs θάλασσαs.  Έμοιαζαν όλα τόσο μαγικά εκεί πάνω που σχεδόν τα μάτια μου έκαναν ελαφριά αστεράκια από το έντονο φως του ήλιου.  Ένα χαμόγελο ηρεμίαs απλώθηκε στο πρόσωπό μου και τα μαλλιά μου ανέμιζαν στην τύχη του ανέμου.  Είχαν μακρύνει κι αυτά, κάνοντάς με να μοιάζω ένας μικρός βρώμικος πειρατής τσαρλατάνος. Όταν ξανακοίταξα μέσα από το κυάλι μου όλα έδειχναν διαφορετικά.  Στο βάθος δεξιά εκτεινόταν μια θαλάσσια οροσειρά με ψηλούς ύφαλους που ξεπρόβαλε από το βυθό στη μέση του πουθενά, σαν ένα βραχώδες μικρό νησί.  Λίγο παραδίπλα τους δέσποζαν εννιά φιγούρες καραβιών.  Ξανακοίταξα πιο καλά, θεωρώντας ότι μπορεί τα μάτια μου να έκαναν ακόμα αστεράκια, αλλά όχι δεν είχα πέσει έξω.  Ήταν καράβια που  προσπαθούσαν, πηγαίνοντας αργά, να προσπεράσουν τον κάβο, χωρίς να τους βρουν τα χειρότερα, κάνοντας τους συντρίμμια πάνω στους μεγάλους βράχους.  Άρχισα να κουνάω τα χέρια μου,  κάνοντας νεύμα στον καπετάνιο από εκεί ψηλά που ήμουν, δείχνοντας το δεξί σημείο με τα πολλά καράβια.  Αμέσως ο γερόλυκος κουρσάρος καπετάνιος κατάλαβε.  Τον είδα να φεύγει από το τιμόνι και να τρέχει μπροστά στην πρύμνη, βγάζοντας και αυτός το μακρύ του κυάλι, αφήνοντας πίσω στην θέση του τον Willy.  Δεν άργησε να επιστρέψει  και  μου έκανε κι αυτός σινιάλο να μην κατέβω και να κοιτώ συνεχώς την πορεία τους. Απήχαμε μόνο μερικές εκατοντάδες μέτρα  και φαίνονταν να μην φαντάζονταν το τι τους ακολουθούσε.  Έμοιαζε μια μάχη απέναντι στον χρόνο και στην ταχύτητα.  Όπως ένας καρχαρίας πασχίζει να φτάσει την λεία του, σχεδόν μισή ώρα ήμασταν ξωπίσω τους για τα καλά.  Τα εκατό μέτρα που μας χώριζαν έμοιαζαν με  τίποτα μπροστά στην νίκη και την ήττα, στο θάνατο και την ζωή.  Είχαμε φτάσει κι εμείς στους θαλάσσιους ύφαλους και ήταν η σειρά μας να προσέξουμε τα μυτερά, ψηλά σαν ξυράφια βράχια. Καθώς τα εχθρικά καράβια κατάφεραν να τα προσπεράσουν, ρίξαμε την ταχύτητα στο μισό.  Τα νερά έδειχναν να έχουν μεγάλα υπόγεια ρεύματα που μας ταρακουνούσαν, κάνοντας το καράβι να μοιάζει ασταθές και ο καπετάνιος να πασχίζει να το κρατήσει όσο πιο γερά και δυνατά μπορούσε σε μια ευθεία σωτηρίας.  Κι όντως τα καταφέραμε να περάσουμε.  Μας είχαν ξέφυγαν λίγο τα καράβια πιο μπροστά, κερδίζοντας την δικιά μας χρονοκαθυστέρηση.  Άνοιξαν και πάλι όλα τα πανιά και άνεμος τα φούσκωσε σαν ένα μεγάλο άσπρο μπαλόνι, ενώ η πειρατική μας σημαία δέσποζε ψηλά πιο άγρια από ποτέ.  Πριν καλά καλά το καταλάβω μια μεγάλη ομοβροντία ακούστηκε από το πίσω μέρος του καραβιού και σε ελάχιστα δευτερόλεπτα πύρινες μπάλες έπεφταν αρκετά κοντά μας, σηκώνοντας διάσπαρτους μεγάλους πίδακες νερού τριγύρω μας.  Έκανα περιστροφή 360 μοιρών στο κεφάλι μου για να δω πίσω μας πέντε πολεμικές φρεγάτες να μας καταδιώκουν.  Είχαμε πέσει σε ενέδρα από κυνήγι. Είχαμε γίνει το θήραμα.  Τα ουρλιαχτά του καπετάνιου ακούστηκαν και αντιλάλησαν μέχρι τα πίσω βράχια.  Έριχνε κατάρες και εντολές μαζί, προσπαθώντας να διώξει και αυτός μέρος της έντασης.  Είχε αρχίσει πλέον μια κούρσα διαφυγής, ενώ τα πολεμικά εχθρικά καράβια προσπαθούσαν να μας εγκλωβίσουν με δύο από αριστερά, δύο δεξιά και ένα ξωπίσω μας.  Η διαφυγή μας δεν ήταν καθόλου εύκολο πράγμα.  Η αδρεναλίνη είχε χτυπήσει τα όρια της καρδιακής ανεπάρκειας.  Ο καπετάνιος διέταξε:  "Πυρ στους εχθρούς της πειρατείας!"  Έβγαλε όλες τις ιαχές πολέμου. Καυτό ατσάλι εξαπολύεται κι από το καράβι μας στην αριστερή πλευρά του ενός εχθρικού, που δεν το πετύχαμε καν.  Οι οβίδες των κανονιών είχαν πέσει πιο μπροστά του,  η κλήση και η γωνία μας δεν ήταν ακόμα η σωστή, δεν υπήρχε πολύς χρόνος κι ήμασταν στην χειρότερη κατάσταση από ποτέ. 

Προσπάθησα να κατέβω από την ανεμόσκαλα για να ανασυγκροτήσω όσους άντρες μπορούσα στις υπηρεσίες του καπετάνιου, όταν και πάλι ο ήχος κανονιών ακούστηκε αυτή την φορά από την δεξιά πλευρά των εχθρικών καραβιών.  Ένας μεγάλος θόρυβος ακούστηκε πάνω στο καράβι μας και το κατάρτι στο οποίο βρισκόμουν, κόπηκε σαν μια φέτα από άγουρο αγγούρι.  Ένιωσα τον εαυτό μου στον αέρα γαντζωμένο από τα σχοινιά και ένας παφλασμός με υγρό παγωμένο νερό έλουσε όλο το κορμί μου.  Είχα πέσει στην θάλασσα με το κομμένο κατάρτι και τα πανιά του ανοιχτά και σχισμένα,  βαρέλια μαζί μου κομματιασμένα και η φωνή του Willy από την γέφυρα να φωνάζει:  "Καπετάνιε χάσαμε τον Barontheng!"   Κραυγή αγωνίας από αυτόν τον εξαίσιο άντρα.  Ο παπαγάλος έκραζε και αυτός στον ώμο του καπετάνιου "ελεύθερος, ελεύθερος".  Καθώς το πειρατικό μας συνέχιζε  την ευθεία πορεία του χωρίς εμένα και σε κάθε δευτερόλεπτο η απόσταση μας όλο και μεγάλωνε, λουσμένος από το παγωμένο νερό, κρατήθηκα από το κατάρτι που μπορεί και επιπλέει.  Δεν άργησε παρά μονό ένα λεπτό και με προσπέρασε το τελευταίο εχθρικό καράβι που ήταν πίσω από το πειρατικό μας.  PORT ROYAL έγραφε στην πρύμνη του και με αγνόησαν σχεδόν παντελώς καθώς με προσπερνούσαν.  Ναύτες επάνω του γελούσαν σατανικά και πέντε άντρες του μου πέταξαν μια μποτίλια στο νερό λέγοντάς μου   "Καλό ταξίδι πειρατή."  Τους είδα να χάνονται όλοι μαζί στο βάθος του ωκεανού με εναλλασσόμενες ομηρικές μάχες κανονιών.  Προσευχές ελπίδας και σωτηρίας άρχισαν να με κατακλύζουν.  Δεν ήθελα να χαθεί το καράβι μας.  Η οργή μου ξέσπασε στην τύχη μου και στον όποιο θεό υπάρχει που μας εγκαταλείπει σε αυτό το αστείο παιχνίδι που λέγεται ζωή. Και μετά η απόλυτη συνειδητοποίηση, ότι ήμουν μόνος μέσα στο νερό.  Χωρίς πολλές σκέψεις, χωρίς να  ξέρω τι να κάνω, το απόλυτο σκοτάδι ήταν πλέον εδώ και εγώ ναυαγός του. Το ξημέρωμα με βρήκε αγκαλιά με το κατάρτι.  Ήμουν ακόμα ζωντανός.  Τίποτα δεν θα άφηνα να πάει χαμένο γύρω μου.  Προσπαθούσα να συγκεντρώσω όσα συντρίμμια υπήρχαν δίπλα μου.  Μερικά βαρέλια, άλλα σπασμένα και άλλα άθικτα, κάποιες σανίδες που και αυτές υπήρχαν σκόρπιες. Τα  συγκέντρωσα όλα δίπλα μου σαν την μόνη παρέα που μπορούσα να έχω.  Γύρισα την μια σανίδα και είδα σε κόκκινο χρώμα τη λέξη "SHI".  Τμήμα, σκέφτηκα, από το όνομα του καραβιού μας.  Μάλλον δεν μας είχαν πετύχει μόνο στο κατάρτι.  Τα δάκρυα μου άρχισαν να πλημμυρίζουν στο αλμυρό νερό μέχρι που με πήρε ο ύπνος και πάλι. Οι ώρες ξεφεύγαν πολύ αργά, δεν είχα να κάνω σχεδόν τίποτα, κι η μόνη μου ελπίδα ήταν να εμφανιστεί κανένα καράβι και να είμαι τυχερός να με δει.  Η θάλασσα έδειχνε να με λυπάται κι αυτή.  Κρατούσε γύρω μου μια σταθερή θερμοκρασία. Τα πεσμένα πανιά φαίνεται πως είχαν παίξει και αυτά τον ρόλο τους.  Άνοιξα την μποτίλια του εχθρού που μου πέταξαν  και μια γνωστή γεύση ήρθε στο στόμα μου.  Ήταν ρούμι.  Η τύχη μου και πάλι έπαιζε μαζί μου.   Χρειαζόμουν νερό και αυτό που είχα ήταν μόνο ρούμι. Άρχισα να χτυπώ με δύναμη τα χέρια μου στο νερό, βρίζονταν και χλευάζοντας τους χίλιους μύριους θεούς. Πέρασε κάμποση ώρα και αυτή την φορά λιποθύμησα.  Συνήλθα όταν έπεσε το βράδυ ξανά, σιγά σιγά για μια δεύτερη άγρια νύχτα.  Ήμουν σχεδόν με υποθερμία.  Το νερό ήταν πολύ παγωμένο.  Προσπαθούσα με την θέληση τηs ψυχήs να κρατηθώ ακόμα σε ένα θαλάσσιο σκοτάδι ζωντανός. Δεν ήξερα αν θα άντεχα, αλλά οι παραισθήσεις μου έρχονταν κι επανέρχονταν συνέχεια εμπρός μου.  Άκουγα ήχους, ήχους, παφλασμούs πολλούς. Αυτό το ολόγιομο φεγγάρι μου έμοιαζε τόσο τρομακτικό, που σχεδόν βρίσκεται στον πάτο της θάλασσας μαζί με τα ναυάγιο του πειρατικού μας, που είχε ακουμπήσει στην ξέρα του βυθού και οι πνιγμένοι ναύτες βρήκαν ένα νέο σπίτι  δικό τους.


Κι  όμως, όλα αλλάζουν.  Μπορούν να αλλάζουν στο θρόισμα αυτών των ψιθύρων που σιγοτραγουδούν μέσα στην νύχτα αυτές οι φωνές, φωνές από τα βάθη των ωκεανών, φωνές και ψιθύρους, τριγμούς σε όλα τα σανίδια αυτού του καραβιού.  Μια ανάγκη κραυγής μέσα στην νύχτα με κάνει να φωνάξω "Καπετάνιε είμαι εδώ".  Μάταια όμως. Όσο και να φωνάζω το μόνο που ακούγεται είναι η σιωπή της νύχτας. Είμαι μια αγκαλιά με το κατάρτι και τα πανιά και λίγα βαρέλια που και αυτά απομακρύνονται, χωρίς να έχω την δύναμη να τα κρατήσω και πάλι κοντά μου. Ο τρόμος είναι σε κάθε κύτταρο του κορμιού μου, νιώθω ένα αύριο δίχως μέλλον.  Αποκοιμήθηκα αργά στο κρεβάτι της θάλασσας. 
Ξημέρωσε και αυτή την φορά ο θεός Ποσειδώνας φαίνεται να έχει άλλα σχέδια.  Έχει αρχίσει από νωρίς να φουρτουνιάζει αυτούς τους κρύους ωκεανούς.  Τα μανιασμένα νερά θα κυβερνούν τις θάλασσες, ο βυθός θα ανήκει στα ψάρια του και αυτός ο καταραμένος καρχαρίας με ακολουθεί δυο μέρες τώρα.  Με περιτριγυρνά λες και είμαι το πρωινό του γεύμα.  Έχει αρχίσει να κάνει κυκλικέs σβούρεs γύρω μου σαν ένα παιχνίδι  ποντικού και  γάτας.  Φαίνεται να τον τρομάζουν τα πανιά που είναι απλωμένα και διάσπαρτα και εγώ σχεδόν ανάμεσά τους γαντζωμένος στο κομμένο κατάρτι και με όσεs σανίδεs μπορούν να με κρατούν μακριά του. Η ρότα του μας έχει φέρει αντιμέτωπους στο βλέμμα του ενός με του άλλου.  Η μοίρα μας διαφορετική και ασύντακτη, μα ο αγώνας μας κοινός, αυτός της επιβίωσης και μιας ουτοπικής ελευθερίας που μπορεί να μας περιβάλει. Κυρίαρχος αυτός των θαλασσών και εγώ ένας επισκέπτης του στον δικό του κόσμο. Όμως μέρες τώρα νοιώθω σαν ένα κόκκινο ηλιοκαμένο χρυσόψαρο που είναι μέσα στην γυάλα, εκεί που έχει μια υποτυπώδη σιγουριά, αλλά δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια εικονική ασφάλεια πραγματικότητας.  Ένα απλό κρύσταλλο χωρίζει την ζωή από το θάνατό του, κάτι που όμως το ίδιο δεν πρόκειται να γνωρίζει ποτέ.  Μπορεί να βλέπει μέσα από αυτό τον έξω κόσμο, μέχρι εκεί που του επιτρέπει η νοημοσύνη του.  Έτσι και εγώ εδώ, η απόσταση μας δεν είναι τίποτα, παρά μερικά ξύλινα σανίδια, που τρίζουν και σκορπούν με την θαλάσσια διάβρωσή τους. Η ελευθερία τελικά κρατιέται στο λιγότερο μέρος της κατανόησής της. Όταν την αντιληφθείς, παύεις να την νιώθεις και ο κόσμος τούτος θα σου φανεί πολύ μικρός για να χωρέσει όλες σου τις σκέψεις. Είμαι  τελείως εξαντλημένοs.  Τα μάτια μου με κόπο βαστιούνται ανοιχτά, τα χείλια μου και αυτά σκασμένα και  νιώθω ολοκληρωτικά αφυδατωμένοs.  Πέρασε ώρα όταν ο καρχαρίας κατάλαβε ότι δεν ήμουν το καλύτερο γεύμα.  Ίσως του μύριζε και η μπόχα της αναπνοής μου που ήταν γεμάτη αλκοόλ και τίποτα άλλο. Μεσημέριασε και ο ήλιος καίει σαν τον διάβολο, είμαι σχεδόν ηλιοκαμμένος παρά το ότι βρίσκομαι μέσα στο παγωμένο νερό.  Τα λόγια της γυναίκας αντήχησαν ξανά στα αυτιά μου  ωτιά και νερό τα δύο στοιχεία που θα σε κατατρέχουν".  Το κύμα με πάει πάνω κάτω ανάλογα της ορέξεις του, είμαι ένα ποταπό παιχνίδι και εγώ για το τεράστιο αυτό στοιχείο της γης κάτι που δεν θα αξίζει σημείο αναφοράς. Ο καιρός χειροτερεύει συνεχώς, ήδη μεγάλη μπόρα έχει ξεκινήσει να ξεσπά, είναι ίσως και η μόνη φορά που δεν μπορώ να την απολαύσω.  Προσπαθώ μόνο γαντζωμένος να κρατηθώ όσο καλύτερα μπορώ.  Και πάλι τα λόγια της γυναίκας ηχούν στα αυτιά μου α έχεις δόξα, μα και άδοξο τέλος, η μοίρα θα σε κρατά για πάντα ριζωμένο εκεί που σε έχει τάξη."
Έχω αρχίσει και καταρρέω.  Αυτά τα καταραμένα λόγια φαίνεται πως έχουν την δική τους αλήθεια.  Δεν άργησα πολύ να συνέλθω όταν  μια τεράστια υπερδίνη ξεδιπλώνεται στην περιοχή.  Κεραυνοί και αστραπές άρχισαν να βροντούν λες και ήταν τα κανόνια του χαμένου καραβιού μας.  Ένιωσα το θαλάσσιο ρεύμα να κινεί ασύλληπτες ποσότητες νερού ακριβώς από κάτω μου, σχεδόν σε μαζική κλίμακα με αρκετή ορμή προς την κατεύθυνση μιας μεγάλης ρουφήχτρας, που όσο πήγαινε όλο και μεγάλωνε, κάνοντας στην κορυφή της να στροβιλίζει τον μανιασμένο αέρα, συμπαρασύροντας ό,τι υπήρχε στον αέρα. 


Οι σκέψεις δεν είναι πολλές.  Ξέρω ότι κάπου εδώ φτάνει το μοιραίο τέλος μου.  Οι απέλπιδες προσπάθειες που μπορώ να κάνω είναι να κουνάω τα χέρια και τα πόδια μου, όσο πιο δυνατά και γρήγορα μπορώ.  Μάταια όμως.  Δεν μπορούν να έχουν κανένα αποτέλεσμα.  Η απόσταση και η ταχύτητα στην οποία πλησιάζω είναι απαγορευτική, ακόμα και τις πιο παράτολμες λογικές και παράλογες ελπίδες μου. Οι παλμοί μου έχουν ακουμπήσει, αν όχι ξεπεράσει, τα όρια του κόκκινου συναγερμού μέσα στο σώμα μου, οι φλέβες φαίνονται  πρησμένες στο αδύναμο και αδύνατο πλέον κορμί από την πείνα των ημερών, η μικρή αφυδάτωση που ένιωθα χάθηκε στην αγωνία μου για επιβίωση και το αλατισμένο νερό σχεδόν  με πνίγει σε κάθε επαφή που έχω μαζί του.  Πρέπει να έχω πιεί σχεδόν μισό κουβά νερό,  και κατάλαβα ότι η απόσταση που με χωρίζει πλέον δεν ήταν παρά πάνω από τριάντα σκάρτα μέτρα.  Η τεράστια ρουφήχτρα έχει αρχίσει  να με στροβιλίζει γύρω της και κυκλικά, σκορπίζοντας από τα χέρια μου και την τελευταία μικρή ξύλινη σανίδα σωτηρίας του πρώην καραβιού, στο οποίο κάποτε βρισκόμουν.  Το σώμα μου αρχίζει  να βυθίζεται αργά και σταθερά στην φορά του ρεύματος που με παρασέρνει, ώσπου φτάνω στο σημείο μηδέν μιας ασύλληπτης έλξης, που σαν ένα τεράστιο χέρι με τραβά προς τα κάτω με μεγάλη δύναμη ταχύτητας, χάνοντας και τις τελευταίες αισθήσεις μου σε ένα προδιαγεγραμμένο τέλος. Το μόνο που νιώθω είναι μια τεράστια υποσυνείδητη αγωνία για το άγνωστο που με περιμένει.  Ένα τεράστιο φωτεινό καυτό αντικείμενο το νιώθω σε όλο το σώμα μου να με καίει ανυπόφορα.  Καίει και νομίζω πως τελικά η κατεύθυνσή μου θα είναι προς την κάτω γη και τα καζάνια της κολάσεως.  Άλλωστε δεν ένιωθα πως ήμουν και ο καλύτερος άνθρωπος αυτού του κόσμου για να νιώσω το μεγαλείο μιας σωτηρίας.  Η τεράστια ζέστη καλύπτεται από μια μεγάλη σκιά, κρύβοντας όλη την φωτεινή ύπαρξη που με περιέβαλε ακριβώς πριν.  Όλο το σώμα μου ταρακουνιέται  λες και είμαι σε κάποιο βαγόνι του λούνα παρκ και μια βραχνή φωνή αρχίζει να μου μιλάει:

"Σήκω ρε μ@λ@κα!  Κοιμάσαι τέσσερις ώρες κάτω από τον καυτό ήλιο!  Σε έχει κτυπήσει κατακούτελα και παραμιλάς!  Θα πάθεις ηλίαση!" 
Μου ρίχνει ταυτόχρονα κι ένα κουβά παγωμένου θαλασσινού νερού στο πρόσωπο.  Η διαφορά θερμοκρασίας μεταξύ του σώματος που καίει και του παγωμένου νερού με κάνει να πεταχτώ όρθιος σαν να με είχε κτυπήσει ρεύμα. Σχεδόν επανέρχομαι στον πραγματικό κόσμο με μια ελαφριά ζαλάδα να περιτριγυρίζει όλο το κεφάλι μου.  Τα μάτια μου ανοίγουν αργά από την ελαφριά αντανάκλαση κάνοντάς τα να δακρύζουν.
Ο κολλητός φίλος μου και συνταξιδιώτης σε αυτό το όμορφο κυκλαδίτικο νησί, που έχουμε έρθει για μερικές ξέγνοιαστες μέρες, αλλά σήμερα εγώ έχω ξεχαστεί να κοιμάμαι στην ξαπλώστρα κι αυτός πίνει δροσιστικά ποτά με όμορφες παρουσίες. 
Γύρω μου μικροί λουόμενοι  τρέχουν στην καυτή άμμο, παίζοντας με τα πολύχρωμα κουβαδάκια τους.  Πιο δίπλα μαμάδες σχεδόν ουρλιάζουν σε κάποια μικρά, γιατί δεν τρώνε το φαί τους.  Εγώ παντού ηλιοκαμμένος και σχεδόν αφυδατωμένος, κάνω δύο βήματα εμπρός και κοιτάζω το μπλε του ουρανού και της θάλασσας.  Δεν αντέχω και πολύ.  Πρέπει να δροσιστώ και η βουτιά μου φαίνεται πλέον μονόδρομος. Δεν έχομε άλλωστε και πολύ χρόνο.  Ο καιρός φαίνεται να αλλάζει και το καράβι της επιστροφής για την Αθήνα είναι ήδη προγραμματισμένο για τις 7 το βράδυ. 
Η ώρα περνά σχεδόν τρέχοντας, με τους δείκτες του ρολογιού να μας θυμίζουν, ότι έφτασε η μεγάλη αναχώρησή μας.  Η επιβίβαση  ομαλή και χωρίς πολύ κόσμο.  Μια μικρή συννεφιά που θυμίζει  περισσότερο αρχές Νοέμβρη παρά  αρχή του καλοκαιριού. Το καράβι ξεκινά, πατώντας αρκετές φορές την κόρνα του και το ταξίδι ξεκινά.

Εδώ και σχεδόν τρεις ώρες  όλα πλέον έχουν πάρει και πάλι το δρόμο τους μεσοπέλαγα, όπως τα όρισε η μοίρα.  Ο άνεμος φυσά δροσερά, παγώνοντας και την αλοιφή για τα μικρά μου εγκαύματα που έχω βάλει, παράσημα και αυτά ενός άτυπου πολέμου με τον καυτό ήλιο. Διάλεξα να απομακρυνθώ από τις θέσεις των καθισμάτων και άραξα στο πίσω μέρος του πλοίου κοντά στην ανεμιζόμενη σημαία.  Εδώ και αρκετή ώρα, η ηρεμία του αέρα με είχε καταβάλει σαν την πιο όμορφη μελωδία που ακούν τα αυτιά μου.  Βγάζω από την τσέπη μια μικρή ατζέντα που κρατάω σημειώσεις, γυρίζω τις σελίδες της και φτάνω στην μέρα της αναχώρησης.  Η ματιά μου πέφτει πάνω στην ημερομηνία, 6 Ιουνίου 2014.  Χαμογελώ και σκέφτομαι, ότι δεν έχουν περάσει παρά μόνο 200 χρόνια.   Την κλείνω γρήγορα.  Οι πρώτες στάλες μιας καλοκαιρινής βροχής έχουν αρχίσει να πέφτουν κάνοντας ελαφρύ γκελ πάνω στο σύγχρονο κατάστρωμα.  Δεν θέλω να φύγω από την βροχή.  Νιώθω τόσο πολύ ωραία. Το βλέμμα μου παραμένει καρφωμένο  στο πέλαγος που χάνεται και στην προπέλα του καραβιού, που ανακατεύει το νερό, αφήνοντας τα ίχνη για εκατοντάδες μέτρα μακριά ξωπίσω μας.  Στο βάθος ο ουρανός κάνει παιχνίδια και εκεί σε ένα μικρό ξέφωτο από την γκρίζα συννεφιά, ξεπροβάλει η φιγούρα ενός μεγάλου ξύλινου καραβιού.  
Ανατριχιάζω ολόκληροs.  Ανασκουμπώνομαι και κοιτάζω με ορθάνοιχτα τα μάτια μου.  Η ματιά μου αστροβόλησε στο φως του σούρουπου.  Πλέον δεν θα μπορούσα να ξεγελαστώ, ήξερα μέσα μου την αλήθεια. Είναι ο καπετάνιος με το DEATHSHIP με όρτσα τα πανιά και υψωμένη την μαύρη του σημαία ξανά. 


Στα βαπόρια που βουλιάζουν,
 στους χαμένους ναύτες, που αρπάζονται πνιγμένοι από τα μαλλιά τους, 
σε όλους τους σωτήρες των ελευθεριών και στους σκλάβους των καθημερινών οραμάτων. 
Οι αξίες δεν άλλαξαν ποτέ, οι σκέψεις ίδιες και απαράλλακτες ανά τους αιώνες. 
Κι όμως, τίποτα δεν είναι το ίδιο, κι όμως τίποτα δεν σε κρατά ξανά εδώ. 


Συγγραφική επιμέλεια : Kostas leonardos
Tεχνική επιμέλεια βίντεο ήχου και εικόνας : Κostas leonardos

ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση, η αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική, ή κατά παράφραση, ή διασκευή απόδοση του περιεχομένου της παρούσας ηλεκτρονικής σελίδας με οποιονδήποτε τρόπο, μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης ή άλλο, χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια του δημιουργού.

(Νόμος 2121/1993 και κανόνες Διεθνούς Δικαίου πού ισχύουν στην Ελλάδα)